Η επιστήμη εξηγεί γιατί η κατανάλωση των γλυκαντικών ουσιών των αναψυκτικών διαίτης μας κάνει σχεδόν διαρκώς πεινασμένους.

chat icon
Link copied!

Θεωρητικά, η λύση για την ικανοποίηση της πείνας είναι απλή: Τρώμε κάτι και η πείνα μας εξαφανίζεται. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο απλό. Πιθανόν να έχουμε βιώσει από πρώτο χέρι πώς ορισμένα γεύματα μας χορταίνουν περισσότερο από άλλα, ακόμη και αν πρόκειται για την ίδια ποσότητα φαγητού. (Τεκμήριο – πείνας – Α: Να πιάνουμε τον εαυτό μας να ξαναβρίσκεται στο ψυγείο μια ώρα αφότου φάγαμε ένα γεμάτο πιάτο νουντλς).

Μερικές φορές, δεν είναι η θρεπτική πυκνότητα (ή η έλλειψή της) του γεύματος που μπορεί να μας εμποδίσει να ικανοποιήσουμε το αίσθημα της πείνας – μπορεί να είναι το ποτό με το οποίο συνδυάζουμε το γεύμα μας.

Advertisement
Advertisement

Σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Metabolism, οι μη θερμιδικές γλυκαντικές ουσίες (που βρίσκονται συχνά σε αναψυκτικά διαίτης και άλλα ποτά) διαταράσσουν την αντίδραση του εγκεφάλου στην πείνα και τον κορεσμό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να κάνουν πιο δύσκολο να καταλάβουμε πότε πραγματικά χορτάσαμε. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν ακόμη και να μας κάνουν να αισθανόμαστε πιο πεινασμένοι.

Για να μάθουμε περισσότερα σχετικά με το πώς αυτοί οι κοινοί τύποι γλυκαντικών διακόπτουν τα ερεθίσματα πείνας, μιλήσαμε με τον επικεφαλής της μελέτης καθώς και με γιατρούς που ειδικεύονται στην κατανόηση της πείνας και του κορεσμού. Ειδικά αν αισθανόμαστε ότι πεινάμε συνεχώς, η γνώσεις τους εκ των ένδον μπορεί να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το κλειδί για να αισθανόμαστε πραγματικά χορτάτοι.

https://www.huffingtonpost.gr/entry/poia-demofiles-odontokrema-apeilei-anti-na-leekanei-na-kanei-katakitrina-ta-dontia-mas_gr_6825c515e4b0da44a3e0c3fb

Πώς οι μη θερμιδικές γλυκαντικές ουσίες διακόπτουν τα ερεθίσματα πείνας

Ο κύριος λόγος για τον οποίο τα υποκατάστατα ζάχαρης όπως η ασπαρτάμη, η σουκραλόζη, η στέβια και η ερυθριτόλη είναι δημοφιλή είναι απλός: Σε αντίθεση με τη ζάχαρη, δεν έχουν καθόλου θερμίδες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα τα βρούμε σε πολλά αναψυκτικά διαίτης, καθώς και σε πολλά άλλα επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά που χαρακτηρίζονται ως χαμηλής θερμιδικής αξίας ή μηδενικής θερμιδικής αξίας. Το πρόβλημα είναι ότι η κατανάλωση αυτών των τύπων γλυκαντικών ουσιών προκαλεί σύγχυση στον εγκέφαλο.

«Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται ότι θα έπρεπε να έρχονται θερμίδες, αλλά δεν υπάρχουν. Εφόσον δεν έρχονται θερμίδες, ο εγκέφαλος αυξάνει την όρεξη για κατανάλωση άλλων θερμίδων», εξηγεί ο δρ Νίκολας Πένινγκς, γιατρός οικογενειακής ιατρικής και παχυσαρκίας και διευθυντής του Κέντρου Υγείας του Πανεπιστημίου Campbell.

Ο δρ Εκτορ Πέρεζ, βαριατρικός χειρουργός στο Renew Bariatrics, το έθεσε ως εξής: «Με απλά λόγια, φαίνεται ότι τα μη θερμιδικά γλυκαντικά μπερδεύουν τον εγκέφαλό μας. Είμαστε προγραμματισμένοι να περιμένουμε κάποιες επιπλέον θερμίδες όταν τρώμε κάτι γλυκό, και τα μη θερμιδικά γλυκαντικά δεν εκπληρώνουν αυτή την προσδοκία. Αυτή η αναντιστοιχία διεγείρει τα σήματα πείνας του εγκεφάλου μας και καταλήγουμε να τρώμε περισσότερο από ό,τι θα τρώγαμε κανονικά», δηλώνει.

Advertisement

Η δρ Καθλήν Πέιτζ, διευθύντρια του USC Diabetes and Obesity Research Institute και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Nature Metabolism, δηλώνει στη HuffPost ότι ενώ τα τεχνητά γλυκαντικά μπορούν να μπερδέψουν τα σήματα πείνας για όλους, ορισμένοι άνθρωποι το βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό. Η μελέτη της διαπίστωσε ότι τόσο οι γυναίκες όσο και τα άτομα με παχυσαρκία είχαν αυξημένη ανταπόκριση στο μη θερμιδικό γλυκαντικό. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η διαφορά μεταξύ των ατόμων με παχυσαρκία και των ατόμων χωρίς παχυσαρκία ήταν ιδιαίτερα έντονη. «Τα άτομα με παχυσαρκία είχαν μια πραγματικά ισχυρή απόκριση στον υποθάλαμο, που είναι το τμήμα του εγκεφάλου που ρυθμίζει την πείνα», δηλώνει η Πέιτζ. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα με παχυσαρκία που πίνουν αναψυκτικά διαίτης έχουν περισσότερες πιθανότητες να υπερκαταναλώσουν σε σχέση με τα άτομα χωρίς παχυσαρκία, επειδή ο εγκέφαλός τους κάνει χειρότερη δουλειά στη ρύθμιση του αισθήματος πείνας.

Το γιατί οι άνθρωποι με παχυσαρκία επηρεάζονται περισσότερο είναι ένα μυστήριο. «Είναι σαν μια κατάσταση που μοιάζει με το αυγό ή την κότα», δηλώνει η δρ Πέιτζ. «Θα μπορούσε να είναι αιτία ή συνέπεια της παχυσαρκίας. Πραγματικά δεν ξέρουμε». Ο δρ Πέρεζ συμπληρώνει σε αυτό, λέγοντας: «Ως βαριατρικός χειρουργός που ασχολούμαι χρόνια παχύσαρκα άτομα, τονίζω πάντα το γεγονός ότι το υπερβολικό βάρος είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου όταν πρόκειται για παχυσαρκία. Πολλές σωματικές λειτουργίες επηρεάζονται και δεν είμαστε το ίδιο με ένα άτομο με υγιές βάρος. Αυτό περιλαμβάνει τον εγκέφαλό μας και τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται στο φαγητό». 

https://www.huffingtonpost.gr/entry/ta-sampo-einai-top-tase-alla-mepos-katastrefoen-ta-podia-mas-podoloyos-apokaleptei_gr_682366bfe4b0abb583596ca3

Advertisement

Πώς να αντιληφθούμε καλύτερα τις ενδείξεις πείνας 

Είτε προσπαθούμε να αποφύγουμε την υπερκατανάλωση τροφής είτε απλώς θέλουμε να μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα αν πεινάμε πραγματικά ή όχι, και οι τρεις ειδικοί συνιστούν να αποφεύγουμε τα αναψυκτικά διαίτης και άλλα προϊόντα με μη θερμιδικά γλυκαντικά. Αν προσπαθούμε να χάσουμε βάρος, ο δρ Πένινγκς δηλώνει στη HuffPost ότι συνιστά την αποφυγή τόσο της ζάχαρης όσο και των μη θερμιδικών γλυκαντικών ουσιών. Αυτό συμβαίνει επειδή η κατανάλωση ζάχαρης συνδέεται με την αύξηση του σωματικού βάρους και τα μη θερμιδικά γλυκαντικά μπορεί να μας κάνουν να τρώmε περισσότερο από ό,τι θα τρώγαμε σε διαφορετική περίπτωση. 

Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορούν να μπερδέψουν τις ενδείξεις της πείνας μας. Επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η πείνα και η δίψα μπορούν εύκολα να συγχέονται. «Το σώμα μας μερικές φορές στέλνει τα ίδια σήματα για την πείνα και τη δίψα επειδή οι μηχανισμοί επικαλύπτονται και η αναγνώριση αυτού μπορεί να αποτρέψει το περιττό τσιμπολόγημα», δηλώνει ο δρ Πέρεζ. Έχοντας αυτό κατά νου, η καλή ενυδάτωση μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε αν πεινάμε πραγματικά ή αν απλώς πρέπει να πιούμε.  λίγο νερό.

Αν αισθανόμαστε συνέχεια πεινασμένοι, μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν καταναλώνουμε θρεπτικά συστατικά που μας χορταίνουν, όπως πρωτεΐνες, σύνθετους υδατάνθρακες, φυτικές ίνες και ακόρεστα λίπη. Επιστημονικές έρευνες δείχνουν επίσης ότι ο μη επαρκής ύπνος, τα υψηλά επίπεδα άγχους και το να τρώμε ενώ είμαστε αφηρημένοι (όπως όταν είμαστε στον υπολογιστή ή παρακολουθούμε τηλεόραση) μπορεί να μας δυσκολεύουν να καταλάβουμε πότε χορταίνουμε και συνδέονται επίσης με την υπερκατανάλωση τροφής.

Advertisement

«Ας εκασκηθούμε στο προσεκτικό φαγητό – αργό μάσημα, απόλαυση κάθε μπουκιάς κι έλεγχος του εαυτού μας περιοδικά κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό βοηθά να ξαναχτίσουμε την εμπιστοσύνη στα φυσικά μας σήματα πείνας και να δημιουργήσουμε πιο υγιείς συνήθειες», καταλήγει ο δρ Πέρεζ. 

Ο ίδιος δηλώνει στη HuffPost ότι τα αντικαταθλιπτικά και τα φάρμακα για την αρτηριακή πίεση μπορούν και τα δύο να μπλέξουν με τις ενδείξεις πείνας.

Με όλα αυτά κατά νου, το να καταλάβουμε αν πεινάμε ή όχι είναι σαφώς λίγο πιο περίπλοκο από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Σε έναν τέλειο κόσμο – όπου όλοι τρώμε τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά και τίποτα τεχνητό, εστιάζουμε στα γεύματά μας, κοιμόμαστε αρκετά, δεν έχουμε άγχος και παραμένουμε καλά ενυδατωμένοι – ο εγκέφαλος είναι εξαιρετικός στο να μας «επικοινωνεί» αν πεινάμε ή όχι.

Advertisement

Επειδή όμως κανείς από εμάς δεν ζει σε αυτόν τον τέλειο κόσμο, χρειάζεται περισσότερη δουλειά για να αποκρυπτογραφήσουμε. Η ελαχιστοποίηση των αναψυκτικών διαίτης είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Advertisement