Σύζυγοι πολιτικών και εξωχώριες εταιρίες.
Ο τίτλος του άρθρου είναι ο τίτλος του νόμου 4351/12-8-1964, που εκδόθηκε επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου και με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Νικόλαο Μπακόπουλο, με τον οποίο για πρώτη φορά θεσπίζεται η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης από τα πολιτικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτόν.
Για λόγους όχι μόνο ιστορικούς, παραθέτω την εισαγωγή της αιτιολογικής έκθεσης του παραπάνω νόμου:
«Αποτελεί επίμονον αίτημα του Ελληνικού Λαού η ηθική εξυγίανσις του δημοσίου βίου. Και εις αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται το υποβαλλόμενον σχέδιον νόμου. Εις την Ελλάδα, τόσον οι δημόσιοι άνδρες, καθώς και το Σώμα της Διοικήσεως, κοσμούνται από αρετήν. Σπάνιαι είναι αι περιπτώσεις καταχρήσεως της εξουσίας και αθεμίτου πλουτισμού. Αλλά αυταί πρέπει να κολάζωνται αυστηρώς προς προστασίαν της τιμής του πολιτικού κόσμου. Πάντες, από της 1ης Απριλίου και εφεξής, διατελέσαντες πρωθυπουργοί, αρχηγοί και κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων, υπουργοί και υφυπουργοί, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωσιν της περιουσιακής καταστάσεώς των, των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων. Η υποβολή ψευδούς ή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως συνιστά το έγκλημα του άρθρου 242 παρ. 1 ΠΚ».
Για την ιστορία, κατά του τότε Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου υποβλήθηκε αμέσως μήνυση, καθώς δεν συμπεριέλαβε στη δήλωσή του τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του, της μεγάλης ηθοποιού Κυβέλης, με την οποία όμως βρισκόταν σε διάσταση επί πολλά έτη. Η μήνυση τέθηκε στο αρχείο, καθώς κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει τα εν λόγω στοιχεία.
Έκτοτε, η Πολιτεία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα που αφορούν τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των πολιτικών, των δικαστών και σειράς άλλων υπόχρεων κατηγοριών, τα οποία προέκυψαν από την ανάπτυξη της οικονομίας και της τεχνολογίας τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως, θέσπισε σειρά σχετικών νόμων. Κομβικής σημασίας είναι η απαγόρευση, από το 2016, κατοχής εξωχώριων (offshore) εταιρειών από τους ίδιους, τις συζύγους τους και τους στενούς συγγενείς τους.
Η παραπάνω απαγόρευση ανετράπη με αιφνιδιαστική τροπολογία που εισήγαγε ο Υπουργός Δικαιοσύνης στο πλαίσιο πολυνομοσχεδίου του Υπουργείου του. Η τροπολογία αφορά την άρση των περιορισμών για τη συμμετοχή συγγενικών προσώπων πολιτικών σε εταιρείες που εδρεύουν στο εξωτερικό, εφόσον πρόκειται για φορολογικά συνεργάσιμες χώρες με την Ελλάδα.
Η τροπολογία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από βουλευτές της αντιπολίτευσης και, έπειτα από συζήτηση έντεκα ωρών, υπερψηφίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία.
Οι αντιδράσεις επικεντρώθηκαν όχι μόνο στην αιφνίδια κατάθεση της τροπολογίας, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι δεν προβλέπεται η δυνατότητα ελέγχου ενδεχόμενης συνεργασίας της επιτρεπόμενης εξωχώριας εταιρείας με υπεράκτια εταιρεία που απαγορεύεται. Για το κρίσιμο αυτό ζήτημα, δεν υπήρξε καμία απάντηση εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Η παραπάνω ρύθμιση, λόγω της αόριστης αιτιολόγησης, προκάλεσε εύλογα ερωτήματα και απορίες σχετικά με τον σκοπό της εισαγωγής της και το σε ποιους τελικά απευθύνεται.
Καθώς το θέμα αυτό προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση, φαίνεται πως θα εξελιχθεί σε πολιτική αντιπαράθεση, ενδεχομένως με ευρύτερες προεκτάσεις.
Η υπεράκτια (offshore) εταιρεία είναι μια οικονομική οντότητα που δημιουργείται για συγκεκριμένο σκοπό, συνήθως βραχυπρόθεσμο, και δεν διέπεται από την γενικά παραδεκτή αρχή της συνεχούς επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μία υπεράκτια εταιρεία έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα, δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες, βάσει της νομοθεσίας του κράτους στο οποίο έχει ιδρυθεί, και απολαμβάνει ειδικό φορολογικό καθεστώς και πλεονεκτήματα, όπως:
την ανωνυμία των πραγματικών δικαιούχων,
την αποφυγή υποχρέωσης πόθεν έσχες,
Advertisementτην αποφυγή πληρωμής φόρων κληρονομιάς,
την προστασία από κατασχέσεις λόγω χρεών,
καθώς και την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων και στοιχείων σύμφωνα με τον ΚΒΣ.
Advertisement
Η αποφυγή του πόθεν έσχες διευκολύνει όσους έχουν αποκτήσει εισοδήματα μη δηλωμένα ή προερχόμενα από παράνομες δραστηριότητες, καθώς καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ιχνηλάτηση της προέλευσής τους.
Επομένως, οι υπεράκτιες εταιρείες αποτελούν ιδανικό εργαλείο για την απόκρυψη προϊόντων διαφθοράς, καθώς δωροδοκίες σημαντικού ύψους πραγματοποιούνται μέσω καταθέσεων σε τέτοιες εταιρείες και στη συνέχεια μεταβιβάζονται σε άλλα οικονομικά σχήματα ή φορολογικούς παραδείσους, όπου δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός έλεγχος, ούτε και η δυνατότητα αιτήματος διεθνούς συνδρομής από άλλη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε —μέσα από τη λίστα Λαγκάρντ και τα Panama Papers— ότι η τεχνική δυνατότητα ελέγχου και αξιοποίησης τέτοιων στοιχείων από τις ελληνικές αρχές είναι εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη.
Βάσει της μέχρι σήμερα εμπειρίας και πρακτικής, έχει εδραιωθεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης η πεποίθηση ότι η ίδρυση ή η κατοχή υπεράκτιας εταιρείας από μη επιχειρηματίες υποκρύπτει επιλήψιμες ή σκοπίμως αδιαφανείς συναλλαγές, με στόχο την αποφυγή ελέγχου.
Προσωπικά, πιστεύω ότι πρέπει να επιτρέπεται σε ενήλικα τέκνα πολιτικών προσώπων, τα οποία διαθέτουν αυτοτελή επαγγελματική ή επιχειρηματική δράση, να ιδρύουν ή να μετέχουν σε εταιρείες σε χώρες που δεν χαρακτηρίζονται ως φορολογικοί ”παράδεισοι”.
Αντίθετα, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπεται αντίστοιχη δραστηριότητα στους ή στις συζύγους πολιτικών, διότι διαχρονικά ισχύει η γνωστή φράση του Ιουλίου Καίσαρα:
«Η γυνή του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια».
Η συμμετοχή των συζύγων πολιτικών σε εξωχώριες εταιρείες προκαλεί εύλογα ερωτήματα και αμφισβητήσεις, οι οποίες δεν συμβάλλουν στη θωράκιση της τιμής και του κύρους του πολιτικού κόσμου της χώρας.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής Αρεοπαγίτης ε.τ..