Οφείλουμε να διακρίνουμε ότι άλλο είναι το γεγονός του τέλους μιας οργάνωσης και άλλο να αναφερόμαστε σε «τέλος του κουρδικού ζητήματος».
Η ανακοίνωση της διάλυσης του PKK δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία αλλά, ως φαίνεται, αποτελεί προϊόν ζυμώσεων πολλών εβδομάδων. Όμως, οφείλουμε να διακρίνουμε ότι άλλο είναι το γεγονός του τέλους μιας οργάνωσης και άλλο να αναφερόμαστε σε «τέλος του κουρδικού ζητήματος». Οι Κούρδοι συνιστούν ένα από τα μεγαλύτερα έθνη του πλανήτη χωρίς κράτος. Το εν λόγω στοιχείο είναι σταθερό, αμετάβλητο παρά τις συστηματικές γενοκτονικές πρακτικές του τουρκικού κράτους και ως γεωπολιτική πραγματικότητα ενέχει συγκεκριμένες συνέπειες για την κατανομή ισχύος στη Μέση Ανατολή και τα ερείσματα των Μεγάλων Δυνάμεων σε αυτή.
Η προσπάθεια του Κεμάλ να συστήσει τουρκικό εθνοκράτος ταυτίστηκε με τις διακηρύξεις του περί «έθνους του Ισλάμ», προκειμένου να καταφέρει να ενσωματώσει τους κουρδικούς πληθυσμούς στο εν λόγω εγχείρημα και να τους πείσει ότι θα αποτελούν ισότιμο και αναπόσπαστο μέρος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Γρήγορα οι υποσχέσεις αθετήθηκαν, η τουρκική στρατογραφειοκρατία ανέλαβε δράση και οι Κούρδοι ξεκίνησαν ένοπλο αγώνα με τις πρώτες εξεγέρσεις τους να λαμβάνουν χώρα το 1924 (Beytüşşebab), το 1925 (Sheikh Said), το 1927-1930 (Ararat) και το 1937-1938 (Dersim). Η έναρξη του αγώνα του PKK συνιστά ένα ακόμη επεισόδιο από τα πολλά, που έληξαν στο παρελθόν. Ωστόσο, η παρουσία του κουρδικού στοιχείου και το αίτημά του για αυτοδιάθεση παραμένουν ή, με άλλα λόγια… η ειρήνη αποτελεί το διάστημα μεταξύ δύο πολέμων.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, στο περίφημο «Στρατηγικό βάθος», προχώρησε σε μια γεωστρατηγική ανάλυση δύο όψεων όσον αφορά το κουρδικό. Από τη μία, θεώρησε ότι η αποτελεσματική και δυναμική διαχείριση των προκλήσεων εσωτερικής συνοχής της Τουρκίας συνιστούν απαράβατο όρο αναβάθμισής της στο διεθνές επίπεδο. Κατά τον Νταβούτογλου, δεν είναι δυνατόν η Άγκυρα να επιδιώκει την ανάληψη ηγεμονικού ρόλου στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και την ισοτιμία με τις Μεγάλες Δυνάμεις και την ίδια στιγμή, να εμφανίζεται ευάλωτη από τη δράση μιας αυτονομιστικής οργάνωσης στο εσωτερικό. Γι’ αυτό το λόγο, το PKK έπρεπε να ηττηθεί στο πεδίο των μαχών, αλλά και το κουρδικό να τεθεί στο πλαίσιο της νεοοθωμανικής ταυτότητας, η οποία είναι διευρυμένη – ως τουρκική και ισλαμική συνάμα – προκειμένου να νομιμοποιεί τις αξιώσεις της Άγκυρας.
Από την άλλη, ο Νταβούτογλου επιχείρησε να μεταστρέψει το κουρδικό σε πλεονέκτημα για την Τουρκία, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί επαρκή δικαιολογία ώστε τα τουρκικά στρατεύματα να προβάλλουν ισχύ στο Ιράκ και στη Συρία. Τουτέστιν, η Τουρκία θα επικαλείτο – όπως και έγινε – κινδύνους για την ασφάλειά της προκειμένου να «μπαινοβγαίνει» εντός γειτονικών κυρίαρχων κρατών, τα οποία τυγχάνει να βρίσκονται σε εξαιρετικά αδύναμη θέση μετά την αμερικανική εισβολή του 2003 για το Ιράκ και τον εμφύλιο πόλεμο που έφθασε έως την εκπαραθύρωση του Άσαντ για τη Συρία.
Θα έλεγε κανείς ότι η διάλυση του PKK αφοπλίζει πλέον την Άγκυρα από την εν λόγω επιχειρηματολογία, που έμοιαζε μάλλον ως υπεκφυγή, αλλά η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία έχει ήδη επιτύχει αρκετά στο επιχειρησιακό επίπεδο τόσο στο Βόρειο Ιράκ όσο και στη Βόρεια Συρία. Βέβαια, στην ίδια λογική και υπό τη διαρκή ανοχή της περιλάλητης «διεθνούς κοινότητας», μπορεί να συνεχίσει να βομβαρδίζει το YPG και τους κουρδικούς θύλακες της Συρίας, επί παραδείγματι, με το επιχείρημα ότι «προσπαθούν να αναζωπυρώσουν τις κουρδικές επιχειρήσεις εντός της τουρκικής επικράτειας» και έτσι, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να βρει τους «βαρβάρους» που χρειάζεται… Γι’ αυτό το λόγο, επισημαίνεται ότι ο διακρατικός χαρακτήρας του κουρδικού προβλήματος το καθιστά δυσεπίλυτο, πέραν ορισμένων βραχυπρόθεσμων διευθετήσεων που τα αποτελέσματά τους αφορούν έως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Η ρήση του Κλαούζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» διαθέτει αυτονόητα και την ανάγνωση ότι «η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα» για κάθε ορθολογικό δρώντα, ο οποίος αποφασίζει προσμετρώντας το κόστος και το όφελος, με τελικό σκοπό την Ελευθερία.