Όταν οι δρόμοι καταρρέουν, καταρρέει μαζί και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

chat icon
Link copied!

Η κατάρρευση, λόγω κατολίσθησης, μεγάλου τμήματος του οδοστρώματος της υπό κατασκευή επαρχιακής οδού Αγιόκαμπου–Κεραμιδίου στον Ρακοπόταμο Θεσσαλίας, μόλις δύο μήνες πριν από την προγραμματισμένη παράδοση του έργου από τον εργολάβο, έγινε viral στα μέσα ενημέρωσης.

Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό ανέδειξε το μέγεθος της καταστροφής και επανέφερε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται και εκτελούνται τα δημόσια έργα στη χώρα μας.

Advertisement
Advertisement

Η περίπτωση είναι τόσο χαρακτηριστική, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μελέτη περίπτωσης (case study) για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται και εκτελούνται τα δημόσια έργα στη χώρα μας, αναδεικνύοντας την ανάγκη για αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου και τη λήψη αποτρεπτικών μέτρων ώστε να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον.

Για την οδική σύνδεση της παραλίας της Λάρισας με το Πήλιο από τη μεριά της ακτογραμμής —μια σύνδεση που έως τότε δεν υπήρχε λόγω του ορεινού όγκου του Πηλίου— σχεδιάστηκε η κατασκευή οδού εντός περιοχής Natura. Τη χάραξη της διαδρομής υπέδειξαν το Δασαρχείο και το Υπουργείο Περιβάλλοντος το 2010, ενώ η μελέτη για την κατασκευή του έργου είχε ξεκινήσει ήδη από το 2007 και ολοκληρώθηκε το 2016. Ο επίσημος τίτλος της μελέτης ήταν: «Βελτίωση υφιστάμενου χωματόδρομου δασικής οδού, που δεν εμπίπτει στο εθνικό ή επαρχιακό οδικό δίκτυο των νομών Λάρισας και Μαγνησίας».

Το 2019, το Περιφερειακό Συμβούλιο Θεσσαλίας ενέκρινε την κατασκευή της επαρχιακής οδού Ρακοπόταμου–Κεραμιδίου, για την οποία πρέπει να διερευνηθεί αν καλύπτεται από την προαναφερθείσα μελέτη. Η πρώτη φάση του έργου, μήκους 15 χιλιομέτρων, δημοπρατήθηκε και η σύμβαση υπογράφηκε το 2020 από τον τότε Περιφερειάρχη Θεσσαλίας, Κώστα Αγοραστό. Το έργο χρηματοδοτήθηκε με 15 εκατομμύρια ευρώ και είχε αρχικά οριστεί να παραδοθεί σε δύο έτη, ωστόσο δόθηκε παράταση για άλλα δύο, με νέα ημερομηνία παράδοσης τον Ιούλιο του 2025.

Για να ολοκληρωθεί πλήρως η οδική σύνδεση της Λάρισας με το Πήλιο μέσω της παραλιακής διαδρομής —ένα έργο χρήσιμο και αναγκαίο για την περιοχή— απαιτείται η εκπόνηση νέας μελέτης και η προκήρυξη νέου έργου, με εκτιμώμενο κόστος περίπου 100 εκατομμυρίων ευρώ.

Στις αρχές του τρέχοντος μήνα, σύμφωνα με δήλωση της κατασκευάστριας εταιρείας, άρχισε να υποχωρεί το χωμάτινο υπέδαφος της οδού στο 12ο χιλιόμετρο, εξαιτίας έντονης κακοκαιρίας. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση μεγάλου τμήματος του οδοστρώματος, ενώ σε άλλα σημεία εμφανίστηκαν εκτεταμένες ρωγμές.

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας διέταξε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διαπίστωση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών, με παράλληλη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και ρητή εντολή για μη μεταβολή του τοπίου. Η διαδικασία αυτή ενδέχεται να διαρκέσει σημαντικό, αλλά απρόβλεπτο χρονικό διάστημα. Την ίδια στιγμή, ξέσπασε πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του νυν Περιφερειάρχη Θεσσαλίας και του προκατόχου του, με αντικείμενο κυρίως τη διαδικασία έγκρισης και υλοποίησης του έργου.

Advertisement

Από το συγκεκριμένο περιστατικό δεν ανακύπτουν μόνο ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες —οι οποίες, εάν προκύψουν, ενδέχεται να αποδοθούν σε βάθος χρόνου, ακόμη και με τον κίνδυνο παραγραφής— αλλά και πειθαρχικές ευθύνες σε επίπεδο υπηρεσιακών και αυτοδιοικητικών οργάνων. Για τη διερεύνηση αυτών των ευθυνών απαιτείται η διενέργεια ανεξάρτητων ελέγχων, ενώ δεν αποκλείεται να προκύψουν και καταλογισμοί για τις ζημιές που υπέστη το Δημόσιο.

Το μόνο βέβαιο, προς το παρόν, είναι ότι η ολοκλήρωση του συνολικού έργου θα καθυστερήσει σημαντικά, κυρίως λόγω έλλειψης διαθέσιμων πιστώσεων.    

Το γεγονός ότι η πρώτη κιόλας κακοκαιρία οδήγησε σε κατάρρευση ενός υπό κατασκευή δρόμου αποτελεί απόδειξη της αποτυχίας ολόκληρου του συστήματος σχεδιασμού και εκτέλεσης των δημόσιων έργων, σε όλες του τις φάσεις. Η αστοχία ξεκινά από τις ανεπαρκείς μελέτες, καθώς η σαθρότητα του υπεδάφους θα έπρεπε να είχε εντοπιστεί εγκαίρως, ώστε να προβλεφθούν τα απαραίτητα μέτρα στερέωσης. Επιπλέον, αναδεικνύεται η προχειρότητα τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην εκτέλεση του έργου, όταν ένας δασικός δρόμος βαφτίζεται επαρχιακός αποκλειστικά για να εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή του. Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτεται η παντελής έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου και λογοδοσίας —ιδίως στα έργα που υλοποιούνται από ΟΤΑ α′ και β′ βαθμού, οι οποίοι, κατά κανόνα, στερούνται τόσο της τεχνικής τεχνογνωσίας όσο και του κατάλληλου προσωπικού για την υλοποίηση σύνθετων και απαιτητικών έργων.    

Advertisement

Τα δημόσια έργα διακρίνονται ανάλογα με τον φορέα υλοποίησής τους —είτε εκτελούνται από την κεντρική κυβέρνηση είτε από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ). Οι διαδικασίες σχεδιασμού, μελέτης, έγκρισης και εκτέλεσης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ύψος της δαπάνης κάθε έργου. Η εκκίνηση, ωστόσο, γίνεται πάντα με πολιτική απόφαση, γεγονός που συχνά ευνοεί περιοχές με ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση.

Στην πράξη, οι τεχνικές υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης και των ΟΤΑ έχουν δυνατότητα σύνταξης μελετών μόνο για μικρής κλίμακας έργα. Στην περίπτωση μεγαλύτερων έργων, οι μελέτες ανατίθενται μέσω διαγωνισμών σε εξειδικευμένα τεχνικά γραφεία. Ωστόσο, ο ουσιαστικός έλεγχος της πληρότητας και αρτιότητας των μελετών απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό σε κεντρικές υπηρεσίες, το οποίο συχνά δεν επαρκεί ή απουσιάζει εντελώς.

Η εκτέλεση ενός δημόσιου έργου ανατίθεται, συνήθως, μέσω μειοδοτικού διαγωνισμού σε τεχνικές εταιρείες. Σε κάθε φάση της κατασκευής θα πρέπει να διενεργούνται έλεγχοι για την ποιότητα και την πιστή τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών. Ωστόσο, στην πράξη, η διαδικασία αυτή παρουσιάζει σοβαρά κενά λόγω της έλλειψης κατάλληλου και επαρκούς προσωπικού στις ελεγκτικές υπηρεσίες. Έτσι, πολλά κατασκευαστικά ελαττώματα παραμένουν αθέατα ή σκόπιμα καλύπτονται.

Advertisement

Ο τελικός έλεγχος πραγματοποιείται κατά την παραλαβή του έργου, διαδικασία που δεν πρέπει να συγχέεται με τα εγκαίνια, τα οποία συχνά γίνονται για λόγους πολιτικής προβολής, ακόμη και πριν την ολοκλήρωση του έργου. Υπάρχουν μάλιστα πολλές περιπτώσεις δημοσίων έργων που έχουν εγκαινιαστεί και τεθούν σε χρήση, χωρίς να έχει προηγηθεί η οριστική παραλαβή τους, προκειμένου να αποφευχθεί η επίσημη διαπίστωση κατασκευαστικών ελλείψεων ή κακοτεχνιών.

Κατά κανόνα, τα δημόσια έργα δεν εκτελούνται εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος, αλλά παρουσιάζουν υπέρμετρες καθυστερήσεις, οι οποίες συνεπάγονται επιπλέον κόστος λόγω αναπροσαρμογών στις εργολαβικές αμοιβές —είτε βάσει συμβατικών προβλέψεων είτε μετά από δικαστικές αποφάσεις. Τις περισσότερες φορές, οι διαφορές μεταξύ του Δημοσίου και των αναδόχων εταιρειών επιλύονται μέσω διαιτησίας, μια διαδικασία στην οποία το Δημόσιο σπανίως δικαιώνεται.

Παρά τα προβλήματα, ο τομέας των δημοσίων έργων παραμένει ιδιαίτερα κρίσιμος για την εθνική οικονομία. Σε αυτόν διακινούνται τεράστια χρηματικά ποσά, δημιουργούνται μεγάλα κέρδη για τις εργοληπτικές εταιρείες, προσφέρεται εργασία σε ευρύ φάσμα επαγγελμάτων, ενώ τα έργα αποφέρουν σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη —όταν ολοκληρώνονται σωστά.

Advertisement

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν προβληματικά δημόσια έργα χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς πόρους, μπορεί να προκύψουν σοβαρές συνέπειες για τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ευθύνη για την ορθή διαχείριση των κονδυλίων είναι αυξημένη και ελέγχεται αυστηρά.

Advertisement

Παραδοσιακά, τον έλεγχο των δημοσίων έργων ασκούσε το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων (ΣΕΔΕ), το οποίο έχει πλέον συγχωνευθεί στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ). Ωστόσο, λόγω της χρόνιας υποστελέχωσης των αρμόδιων υπηρεσιών, παρατηρείται διαχρονικά σοβαρό έλλειμμα επιθεώρησης και ουσιαστικού ελέγχου στην πράξη.

*

Λέανδρος Τ.Ρακιντζής, Αρεοπαγίτης ε.τ

Advertisement