Ως θαυμάσια ευκαιρία για την Ελλάδα και την Ευρώπη να αναπτύξουν στρατηγική αυτονομία στον τομέα σε επίπεδο κρίσιμων και στρατηγικών ορυκτών/ πρώτων υλών χαρακτηρίζει την αλλαγή τεχνολογικού μοντέλου στην ενέργεια λόγω περιβαλλοντικών ζητημάτων ο Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), και διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΩΕΛΛΑΣ ΑΜΜΑΕ, σε συνέντευξή του στη HuffPost Greece- υπογραμμίζοντας ωστόσο πως η εξορυκτική δραστηριότητα στην ΕΕ γίνεται όλο και ακριβότερη και υποδεικνύοντας το κόστος της ενέργειας και την «ακατάσχετη» παραγωγή κανονιστικών ρυθμίσεων από τις Βρυξέλλες ως τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίσει ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η Ελλάδα γίνεται «πρωταγωνίστρια» στην Ευρώπη για τις πρώτες ύλες: Τι αλλάζει για τη μεταλλευτική δραστηριότητα
Σχολιάζοντας τα διεθνή δεδομένα, ο κ. Γιαζιτζόγλου υπογραμμίζει την πολύ ισχυρή θέση της Κίνας στον παγκόσμιο «χάρτη», με τη συνεργασία των BRICS (Βραζιλία Ρωσία Ινδία Κίνα Νότια Αφρική και άλλες χώρες) τονίζοντας πως είναι δύσκολη η αναστροφή της κατάστασης από τη Δύση- ενδεικτικά, σημειώνει πως από τη λίστα της ΕΕ με τα 34 κρίσιμα ορυκτά, οι BRICS ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή των 26 από 50% ως 100%. Όσον αφορά στις συμφωνίες του Αμερικανού προέδρου Τραμπ με την Ουκρανία και την Κίνα, εκτιμά πως «δεν αντέχουν σε κριτική», καθώς, παρά τη «διαφήμιση» από τον Αμερικανό πρόεδρο, η εμπόλεμη χώρα δεν εξορύσσει σπάνιες γαίες, ενώ, στην περίπτωση της Κίνας, «είναι προφανές ότι δεν έχει κανένα λόγο να δώσει στην Αμερική τις πρώτες ύλες, ούτως ώστε να μπορέσει η τελευταία να υποκαταστήσει τα κινέζικα προϊόντα».
Ως προς τις προοπτικές της χώρας μας στον κλάδο, ο κ. Γιαζιτζόγλου υποδεικνύει τον βωξίτη και το αλουμίνιο που ήδη παράγονται, τον χαλκό και το γάλλιο που θα αρχίσουν να παράγονται σύντομα και τα «ενδιαφέροντα» κοιτάσματα αντιμονίου, γερμανίου και σκανδίου– καθώς και τις γεωλογικές ενδείξεις για άλλες κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες του καταλόγου της ΕΕ. «Η ανάπτυξη μονάδων αξιοποίησης αυτών των κοιτασμάτων, θα μας κάνει σαν χώρα συνομιλητή των μεγάλων παραγωγών τεχνολογίας» σχολιάζει χαρακτηριστικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κρίσιμα και στρατηγικά ορυκτά στην Ελλάδα: Η δυνατότητα για «νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης»
HuffPost Greece: Οι σπάνιες γαίες και τα ορυκτά εν γένει ακούγονται όλο και περισσότερο στην επικαιρότητα, και μάλιστα ως αντικείμενο διεθνούς ανταγωνισμού. Υπάρχει τρόπος να αμφισβητηθούν τα πρωτεία της Κίνας αυτή τη στιγμή, ή έστω να περιοριστεί το πλεονέκτημά της;
Κώστας Γιαζιτζόγλου: Όπως έχουμε επισημάνει εδώ και χρόνια, η Κίνα – με την συνεργασία των BRICS – χτίζει μια πολύ ισχυρή θέση σε όλα τις πρώτες ύλες που είναι σημαντικές, είτε για οικονομικούς είτε για τεχνολογικούς λόγους. Από τη λίστα της ΕΕ με τα 34 κρίσιμα ορυκτά, η ομάδα των BRICS ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή των 26 σε ποσοστό από 50% έως και 100% . Όπως καταλαβαίνετε η αναστροφή μιας τέτοιας κατάστασης είναι πάρα πολύ δύσκολη. Καθίσταται όμως αδύνατη από το γεγονός ότι η Δύση – όπως και αν αυτή ορίζεται σήμερα -δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε τα εργαλεία στα χέρια της, έστω για να σταματήσει την περαιτέρω επέκταση. Τη στιγμή που η Κίνα αγοράζει κοιτάσματα λιθίου σε τρίτες χώρες, η πολιτισμένη – και κακομαθημένη- «Δύση» διαδηλώνει εναντίον της εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου ορυκτού στα εδάφη της.
Για ένα διάστημα ορυκτά και σπάνιες γαίες φάνηκαν να αποτελούν αγαπημένο αντικείμενο ενασχόλησης του προέδρου Τραμπ. Θα μπορούσατε να σχολιάσετε το περιεχόμενο και την αξία των συμφωνιών με την Ουκρανία και την Κινα; Πέτυχε τελικά πραγματικά κάτι ο Αμερικανός πρόεδρος;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αντίστοιχο πρόβλημα με την υπόλοιπη Δύση σε ότι αφορά τις κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες. Τις χρειάζονται για να απολαμβάνουν οι πολίτες την τεχνολογία, αλλά δεν τις παράγουν. Η διαφορά είναι ότι η πολιτική των δασμών επιτείνει αυτό το πρόβλημα, καθώς η οποιαδήποτε σκέψη για επιστροφή κάποιων παραγωγικών δραστηριοτήτων σε αμερικανικό έδαφος – κύριος λόγος για τον οποίο υποτίθεται ότι επιβλήθηκαν οι δασμοί – προϋποθέτει την ύπαρξη πρώτων υλών. Η προσπάθεια του κυρίου Τραμπ να εμφανίσει μια συμφωνία με την Ουκρανία που αφορούσε ορυκτά, δεν αντέχει σε κριτική, αν κανείς κοιτάξει ποια είναι η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ουκρανία με βάση τα στοιχεία της Αμερικανικής γεωλογικής υπηρεσίας. Η Ουκρανία δεν εξορύσσει σπάνιες γαίες, έχει ένα μικρό κοίτασμα λιθίου το οποίο δεν πρόκειται να κάνει τη διαφορά και η κύρια παραγωγική της δραστηριότητα στην εξόρυξη αφορά άνθρακα και ατσάλι. Ίσως το 1950 ο άνθρακας και το ατσάλι να ήσαν οι κυρίαρχες πρώτες ύλες αλλά σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Με την Κίνα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η Κίνα μονοπωλεί την παγκόσμια παραγωγή σπάνιων γαιών και είναι προφανές ότι δεν έχει κανένα λόγο να δώσει στην Αμερική τις πρώτες ύλες, ούτως ώστε να μπορέσει η τελευταία να υποκαταστήσει τα κινέζικα προϊόντα. Η περίφημη συμφωνία που πρόσφατα ανακοινώθηκε ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα δεν αντέχει σε μεγάλη κριτική. Παρότι, κατά την προσφιλή πλέον τακτική της ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, τίποτα το συγκεκριμένο δεν είδε το φως της δημοσιότητας, ήδη Αμερικανοί παραγωγοί έχουν διαμαρτυρηθεί διότι οι όροι που – σύμφωνα με τις «διαρροές»- θα μπουν προκειμένου να εξαχθούν σπάνιες γαίες ουσιαστικά συνιστούν δωρεάν μεταφορά τεχνολογίας προς την Κίνα, κάτι που δύσκολα θα γίνει αποδεκτό από τις εταιρείες τεχνολογίας.
Έχετε επανειλημμένα πει σε ομιλίες σας πως η Ελλάδα είναι μια χώρα με αξιοσημείωτο ορυκτό πλούτο και δυνατότητα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο μέλλον της Ευρώπης όσον αφορά στις πρώτες ύλες. Σε ποια ορυκτά, κρίσιμες/στρατηγικές πρώτες ύλες, σπανιες γαίες μπορεί να «ποντάρει» η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία και η χωρα μας γενικότερα;
Πέρα από τον βωξίτη και το αλουμίνιο που ήδη παράγονται και τον χαλκό και το γάλλιο που θα ξεκινήσουν να παράγονται το 2026, στην Ελλάδα υπάρχουν ενδιαφέροντα κοιτάσματα αντιμονίου, γερμανίου και σκανδίου. Επίσης, υπάρχουν γεωλογικές ενδείξεις για ορισμένες ακόμα από τις κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες του καταλόγου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάπτυξη μονάδων αξιοποίησης αυτών των κοιτασμάτων, θα μας κάνει σαν χώρα συνομιλητή των μεγάλων παραγωγών τεχνολογίας. Χωρίς να σημαίνει ότι θα λύσουμε το οικονομικό πρόβλημα των επόμενων γενεών, κάτι τέτοιο θα μας έδινε σίγουρα ένα στρατηγικό προβάδισμα τουλάχιστον έναντι των χωρών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μας ανταγωνίζονται.
Έχετε εικόνα για το τι συμβαίνει στον εξορυκτικό κλάδο της Τουρκίας; Είναι ανταγωνιστικός στον ελληνικό ή μιλάμε για εντελώς άλλα ορυκτά; Γενικότερα μιλώντας, πώς θα περιγράφατε τις σχέσεις μας στον τομέα αυτόν με τις άλλες χώρες της περιοχής μας;
Στον χώρο των ορυκτών η γεωγραφική γειτνίαση δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην αγωνιστικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις που το υλικό είναι πάρα πολύ φθηνό. Σε γενικές γραμμές οι γειτονικές μας χώρες έχουν αξιόλογο ορυκτό πλούτο, ιδιαίτερα η Ρουμανία και η Τουρκία. Το ενδιαφέρον με την Τουρκία είναι ότι βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό έχει άμεση συνέπεια στο κόστος παραγωγής. Η τουρκική εξορυκτική βιομηχανία απολαμβάνει ένα σαφώς χαλαρότερο και φθηνότερο κανονιστικό πλαίσιο και πολύ φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ένα πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Κοιτάσματα τα οποία σε Ευρωπαϊκό έδαφος δεν θα τα αξιοποιούσε κανείς στην Τουρκία είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές μεταλλευτικές επιχειρήσεις της Ευρώπης, ειδικά στον τομέα των βιομηχανικών ορυκτών, έχουν αναπτύξει δραστηριότητες και σε τουρκικά κοιτάσματα.
Τι πιστεύετε ότι θα έπρεπε να λάβουν ιδιαίτερα υπόψιν οι ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση, όσον αφορά στις εξελίξεις στον εξορυκτικό κλάδο διεθνώς;
Η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται κάθε μέρα που περνάει όλο και ακριβότερη. Το γιατί το έχει περιγράψει με σαφήνεια ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Το πρόβλημα με τις ορυκτές πρώτες ύλες είναι ότι η μειονεκτική θέση της Ευρώπης δεν έχει μόνο οικονομικές συνέπειες. Το να μην είναι κάποιος αυτοδύναμος σε κρίσιμα και στρατηγικά ορυκτά είναι πολύ πιο σημαντικό, καθώς σήμερα η πρόσβαση σε μια καινούργια τεχνολογία, για παράδειγμα σε μπαταρίες, σε microchips ή σε ειδικά κράματα για την αμυντική βιομηχανία, εξαρτάται από τη διάθεση μιας μικρής ομάδας χωρών που παράγει αυτές τις πρώτες ύλες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη της εξόρυξης με στρατηγικά και όχι με οικονομικά κριτήρια. Για την Ελλάδα το πρόβλημα του εξορυκτικού κλάδου με το κόστος της ενέργειας είναι γνωστό, ενώ η ακατάσχετη παραγωγή κανονιστικών ρυθμίσεων από τις Βρυξέλλες δημιουργεί σχεδόν σε καθημερινή βάση μια ακόμα ανάγκη συμμόρφωσης η οποία επιβαρύνει το κόστος παραγωγής.
Η αλλαγή τεχνολογικού μοντέλου στην ενέργεια, λόγω των περιβαλλοντικών ζητημάτων, αποτελεί μια θαυμάσια ευκαιρία για την Ελλάδα και την Ευρώπη, να αναπτύξουν στρατηγική αυτονομία. Αρκεί να κινηθούμε γρήγορα και με ουσία, στοιχεία που – δυστυχώς – δεν αποτελούν τα δυνατά χαρτιά της ΕΕ.