Από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, “Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, ο Κώστας Σημίτης και η εποχή του” (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την απαρχή των παραβιάσεων του εναέριου χώρου της Ελλάδας από την τουρκική αεροπορία, κατανόησε, και πολύ ορθά, πως η χώρα έχει εισέλθει σε μία μακρά ιστορική περίοδο αντιπαράθεσης με μία επεκτατική Τουρκία. Γι’ αυτό επέλεξε την επίσπευση της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ-Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένα επιπλέον και σημαντικό μέτρο προστασίας απέναντι σε αυτή την απειλή – παράλληλα βέβαια με οικονομικά και πολιτικά σταθεροποιητικά οφέλη για τη χώρα, αλλά και πολλές άμεσες αρνητικές συνέπειες στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε δε ότι και ο Ανδρέας Παπανδρέου, πάρα τις αρχικές και μάλιστα έντονες αντιρρήσεις του για μια ΕΟΚ, όργανο των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ακολούθησε τελικά και αυτός την ίδια γραμμή: Η Ευρώπη ως ασπίδα προστασίας για την Ελλάδα – η Τουρκία ως το μείζον πρόβλημα για τον ελληνισμό και η Ευρώπη ως ένα καθοριστικό όπλο για την αντιμετώπισή του.
Καθώς όμως οι ελληνικές ελίτ άρχισαν να «εξευρωπαΐζονται» και να απολαμβάνουν τα οφέλη και τις απολαβές της ένταξης, η οπτική τους μετατοπίζεται. Στο εξής, το βασικό ζήτημα δεν είναι η αντιμετώπιση της πάντα παρούσας τουρκικής απειλής αλλά μία παρασιτική ενσωμάτωση στην Ευρώπη, την οποία αντίθετα φαίνεται να παρεμποδίζει η «ελληνοτουρκική διαμάχη», όπως πλέον την αναφέρουν, υιοθετώντας μία οπτική παρατηρητή εκ των έξω.
Διαβάζουμε ενδεικτικά στον Γιάννη Στουρνάρα:
Σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες, η Ελλάδα συνεχίζει να δαπανά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπερδιπλάσια ποσά σε σχέση με τους εταίρους της στην ΕΕ, λόγω του γνωστού γεωπολιτικού προβλήματος και εκτιμάται ότι υπάρχουν περιθώρια εξοικονόμησης, ανάλογα και με την πορεία του προβλήματος που αναφέρθηκε[1].
Έτσι, το «γνωστό γεωπολιτικό πρόβλημα»(sic) το οποίο δεν τολμάει καν να ονοματίσει το παλαιό μέλος της ΚΝΕ Γιάννης Στουρνάρας, θα πρέπει να λυθεί ακόμα και με αναγκαίες υποχωρήσεις έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορεί απρόσκοπτα να υπερβεί… τη γεωγραφία της, σαν μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Διαχρονικός και διακηρυγμένος στόχος των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών ελίτ που συμπαρατάχθηκαν με τον Κώστα Σημίτη υπήρξε η μεγάλη στροφή από έναν ελληνικό ευρωπαϊσμό, απαραίτητο για την προστασία της χώρας και τη συμβολή της στην υπό δημιουργία Ευρωπαϊκή Ένωση, σε έναν ευρωπαϊσμό που βλέπει την Ελλάδα ως μία απόφυση της Ευρώπης, μέσα από τα ευρωπαϊκά και κατ’ εξοχήν τα γερμανικά ματογυάλια. Γι’ αυτό και, στα πλαίσια αυτής της νέας οπτικής, κεντρικό μέλημα των ελληνικών ελίτ θα γίνει η «εξημέρωση» του τουρκικού θηρίου μέσα από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά τον Κώστα Σημίτη, όλοι οι Έλληνες πολιτικοί θα επαναλαμβάνουν μονότονα πως είναι υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γι’ αυτό θα θελήσουν ακόμα και να της εκχωρήσουν ουσιαστικά της επικυριαρχία της Κύπρου μέσω του σχεδίου Ανάν.
Αυτή η αλλαγή οπτικής συμπαρέσυρε όλα τα υπόλοιπα:
Δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα μια παραγωγική βιομηχανική και αγροτική πολιτική, δεν ενδιαφέρει η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας, μια και μπορούμε να βρίσκουμε άκοπα όπλα στο εξωτερικό· δεν ενδιαφέρει μια παραγωγική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά μία καταναλωτικού τύπου προσέγγιση των οικονομικών δεσμών.
Μια αντίληψη που διαμορφώνει ελίτ μιμητικού χαρακτήρα, ιδεολογικά και πνευματικά, στρέφει την επιχειρηματική τάξη προς τον τουρισμό, τις τράπεζες, τις εταιρείες εισαγωγών, και τις πνευματικές ελίτ προς τον παρασιτικό ευρωπαϊσμό. Ένα τέτοιο κλίμα ενίσχυε στην κοινωνία συνολικά μια εντεινόμενη καταναλωτικού τύπου ατομικοποίηση, προξενώντας μια τεράστια εντροπία. Εξ ου και η τεράστια φούσκα του Χρηματιστηρίου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορούν να ανθούν με χαρακτηριστική άνεση οι θεωρίες του εθνομηδενισμού και της διαστρέβλωσης της ιστορίας: η τουρκοκρατία θα γίνει οθωμανική περίοδος, το ελληνικό έθνος θα μεταβληθεί σε πρόσφατο ιστορικό δημιούργημα κ.ο.κ. Η τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου πως «το κράτος είναι αυτό που γεννά την εθνική ταυτότητα και την εθνική συνείδηση» συμπυκνώνει το ιδεολογικό credo του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, του ΟΠΕΚ και του Κώστα Σημίτη. Διότι διαφορετικά, εάν αναγνωριζόταν η διαχρονική χιλιετής ιστορική αντιπαράθεση με την Τουρκία, το ελληνικό έθνος θα αναγνώριζε τον αντίπαλο που η γεωγραφία και η ιστορία έχουν καθορίσει.
Και όπως γνωρίζουμε τόσο καλά από τον Carl Schmitt και τον Παναγιώτη Κονδύλη, ένα ιστορικό υποκείμενο που δεν διαθέτει/αναγνωρίζει αντίπαλο στόχο αναπόφευκτα παρακμάζει και αποσυντίθεται. Πόσο μάλλον που αυτός ο αντίπαλος βρίσκεται μονίμως απέναντί μας. Αυτό υπήρξε και το μέγα πρόβλημα του σημιτικού εκσυγχρονισμού και της ιστορικής αποτυχίας του, διότι, ενώ σε ένα επίπεδο προωθούσε τον εκσυγχρονισμό των δομών του κράτους και κυρίως τον υποδομών –π.χ μεγάλοι οδικοί άξονες–, από την άλλη πλευρά, ενέτασσε αυτόν τον εκσυγχρονισμό σε μια οικονομία με εξόχως καταναλωτικά χαρακτηριστικά που αναπόφευκτα θα κατέρρεε, όπως συνέβη πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του από την εξουσία.
Και εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως, όταν επιμένουμε στην ανάγκη ενός εκσυγχρονισμού του οποίου ο πολικός αστέρας πρέπει να είναι ο πατριωτισμός –τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας–, αυτό δεν συνεπάγεται την υποτίμηση της σημασίας του εκσυγχρονισμού της χώρας. Αντίθετα, έχουμε την ακράδαντη πεποίθηση πως, χωρίς την συμπερίληψη του πατριωτισμού στη συνολική στρατηγική της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει τελεσφόρος εκσυγχρονισμός. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της άμυνας και των εξοπλισμών. Ενώ η κυβέρνηση Σημίτη, ιδιαίτερα κατά την πρώτη τετραετία, επένδυε μεγάλα ποσά για εξοπλισμούς και επομένως «εξεπλήρωνε το πατριωτικό της καθήκον», στην πραγματικότητα τους αντιμετώπιζε με καταναλωτικό τρόπο, ως ένα βαρίδι. Και όχι μόνο διότι τροφοδοτούσε τη διαφθορά στην αγορά των εξοπλιστικών προγραμμάτων, αλλά διότι, αντί να συντελεί στην ενίσχυση της εσωτερικής βιομηχανικής παραγωγής, συνέβαλλε αντίθετα στην αποσύνθεσή της, οδηγώντας στην οιονεί εξαφάνιση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Μετά από μια αρκετά διεξοδική μελέτη των δεδομένων της κυβερνητικής εμπειρίας και προπαντός των ιδεολογικών ρευμάτων που διαπερνούν και θεμελιώνουν το εκσυγχρονιστικό διάβημα, κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτό το θεωρητικό και ιδεολογικό ρεύμα, δεν είναι στην πραγματικότητα αυθεντικά εκσυγχρονιστικό, καθώς θέτει ως προτεραιότητά το ξερίζωμα της παράδοσης και της ιδιοπροσωπίας των Ελλήνων, προϋπόθεση του όποιου τελεσφόρου εκσυγχρονισμού. Γι’ αυτό, ενώ θα αποτύχει παταγωδώς ως προς τον πραγματικό εκσυγχρονισμό των δομών, οδηγώντας στη μεγάλη κατάρρευση, θα «επιτύχει» ηροστράτεια ως προς τη μεταβολή των Ελλήνων σε ένα έθνος υπό άκρα διακινδύνευση.
Όλα τα μεγάλα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα της σύγχρονης ιστορίας, από τους Μέιτζι στην Ιαπωνία έως τον Κεμάλ στην Τουρκία ή τον στρατηγό Ντε Γκωλ στη Γαλλία, θα θέσουν ως θεμέλιο του εκσυγχρονισμού την ιαπωνικότητα, την τουρκικότητα ή την γαλλική προτεραιότητα –κάτι που θα κάνει στην Ελλάδα και ο Βενιζέλος της περιόδου 1911-1920 και 1928-1932. Η μελέτη μου –την οποία τη θέλησα όσο το δυνατόν απροκατάληπτη– με οδήγησε στο συμπέρασμα πως ο μάλλον ψευδεπίγραφος ελληνικός εκσυγχρονισμός απέτυχε παταγωδώς –συχνά παρά τις προθέσεις ορισμένων από τους οπαδούς ή ίσως και κάποιων από τους πρωταγωνιστές του. Και αυτό συνέβη, ακριβώς διότι προσπάθησε να τον θεμελιώσει σε μια άσαρκη αντίληψη της ευρωπαϊκότητας, η οποία απομάκρυνε τελικώς την Ελλάδα από την πραγματική Ευρώπη και ταυτόχρονα προχώρησε στην αύξουσα υπαγωγή στις βουλήσεις ενός ανερχόμενου ιμπεριαλιστικού μορφώματος, του νεο-οθωμανισμού.
[1] Γιάννης Στουρνάρας, «Η ένταξη της δραχμής στη ζώνη του ευρώ και οι προκλήσεις για το μέλλον», στο, Η ένταξη στην ΟΝΕ και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 119.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, “Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, ο Κώστας Σημίτης και η εποχή του” που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Advertisement