Η ειρήνη χωρίς το σεβασμό της νομιμότητας δεν είναι ειρήνη· είναι εκεχειρία υπό συνθήκες παρανομίας.

chat icon
Link copied!

Η πρόσφατη πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών για έναν «τελικό» οδικό χάρτη ειρήνης στην Ουκρανία — η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, de jure αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία, de facto αποδοχή του ρωσικού ελέγχου σε κατεχόμενα εδάφη, παραίτηση της Ουκρανίας από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και αόριστες εγγυήσεις ασφάλειας  — συνδιαμορφώθηκε χωρίς ουσιαστική συμμετοχή του Κιέβου. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει εμφατικά ότι η διεθνής νομιμότητα έχει προ πολλού εγκαταλείψει την εποχή της αθωότητάς της, ενώ το διεθνές δίκαιο υποβαθμίζεται σε «ευγενή ρητορική», σε μια αφελή επίφαση που παρακάμπτεται κάθε φορά που προσκρούει στους υπολογισμούς ισχύος.

Η σύγκρουση, η οποία άρχισε με τη ρωσική επιθετικότητα του 2014 και κλιμακώθηκε ραγδαία με την παράνομη ρωσική εισβολή του 2022, δεν αποτελεί απλώς κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας ενός ανεξάρτητου κράτους· λειτουργεί ως απτό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η ισχύς αξιώνει να αναγορευθεί σε πηγή δικαίου. Η συστηματική παραγνώριση, ακόμη και η απροκάλυπτη αποπροτεραιοποίησή των νομικών αρχών, δεν συνιστά απλώς τεχνική απόκλιση από ένα κωδικοποιημένο κανονιστικό πλαίσιο· συνιστά ρήγμα στον θεμελιώδη κανόνα που διακρίνει τη νομιμότητα από την ωμή βία. Αν επιτραπεί να παγιωθεί η αντίληψη ότι οι αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών — και πρωτίστως η απαγόρευση της χρήσης βίας — είναι προαιρετικές, τότε η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης μιας lex που δεσμεύει τα κράτη απομειώνεται σε πολιτικό φετίχ· και με αυτόν τον τρόπο, η διεθνής έννομη τάξη μετατρέπεται από εγγυητή ειρήνης σε διακοσμητικό στοιχείο μιας παλινδρομικής γεωπολιτικής σκηνής. 

Advertisement
Advertisement

Η Ουκρανία είναι παγιδευμένη σε μια διττή συνθήκη που υπονομεύει την πολιτική της αυτονομία και αλλοιώνει το κανονιστικό περιεχόμενο της κυριαρχίας της: αφενός, εξαρτάται στρατηγικά και οικονομικά από τη στήριξη ισχυρών δρώντων· αφετέρου, εργαλειοποιείται ως αντικείμενο γεωπολιτικής συναλλαγής σε ένα ανταγωνιστικό παίγνιο ισχύος. Αυτή η διπλή δυναμική μετατοπίζει την Ουκρανία από ενεργό διαμορφωτή των όρων ειρήνης σε διαπραγματευτικό διακύβευμα, στο οποίο τα δικαιώματα και οι αξιώσεις της εκλαμβάνονται όχι ως αδιαπραγμάτευτες κανονιστικές δεσμεύσεις, αλλά ως μεταβλητές στρατηγικής διαχείρισης. Έτσι, η διεθνής τάξη, αντί να προστατεύει το θύμα της επιθετικότητας, απειλεί να διολισθήσει σε ένα σχήμα εργαλειακής επικυριαρχίας, όπου το δίκαιο υποτάσσεται στις επιταγές της ισχύος. 

Το διακύβευμα, συνεπώς, υπερβαίνει κατά πολύ το ουκρανικό ζήτημα καθαυτό: αφορά τον ίδιο τον χαρακτήρα της διεθνούς έννομης τάξης και τη δυνατότητα επιβίωσής της σε ένα διεθνές σύστημα που αναδιατάσσεται ραγδαία. Το άρθρο 2§4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που απαγορεύει την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, κατοχυρώνει έναν κανόνα jus cogens που δεν επιδέχεται παρέκκλιση. Η αποδοχή παράνομων τετελεσμένων δια της βίας, μέσω μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, θα ισοδυναμούσε με απονομιμοποίηση του πυρήνα του διεθνούς δικαίου, υπονομεύοντας την καθολικότητα των δεσμεύσεών του και ενθαρρύνοντας τη χρήση της βίας ως μέσο επίλυσης διαφορών. 

Η τάση αυτή αντανακλάται και στη στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο, με το πρόσφατο Ψήφισμα 2774, το οποίο καλεί σε άμεση παύση των εχθροπραξιών και σε διαρκή ειρήνη, υιοθέτησε μια προσέγγιση ίσων αποστάσεων, αμβλύνοντας τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ επιτιθέμενου και αμυνόμενου. Η αποσιώπηση της ρωσικής επιθετικότητας και η ελλιπής αναφορά στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας εκπέμπουν ένα ανησυχητικό μήνυμα: το κείμενο δεν διατηρεί ουδετερότητα, αλλά υπονομεύει την ίδια την κανονιστική διάκριση μεταξύ επιθετικότητας και άμυνας. Η ανάγκη για τη διασφάλιση λεπτών ισορροπιών, στοιχείο σύμφυτο με τον τρόπο λειτουργίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δεν μπορεί να δικαιολογεί τη σιωπηρή εξίσωση του θύματος με τον θύτη ούτε τη θόλωση θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Με τη στάση αυτή, το Ψήφισμα αλλοιώνει την ακριβή αποτύπωση των δεδομένων της σύγκρουσης και συμβάλλει στη διάβρωση της αρχής ότι η ισχύς δεν δημιουργεί δίκαιο. Η απουσία σαφούς νομικής διάγνωσης της κατάστασης, δηλαδή της κατάφωρης παραβίασης αναγκαστικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, ενισχύει περαιτέρω την απονομιμοποίηση της διεθνούς έννομης τάξης. 

Η εξουσία του Συμβουλίου Ασφαλείας, ακόμη και όταν αυτό ενεργεί βάσει του Κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν είναι απεριόριστη. Το Συμβούλιο δεσμεύεται από τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη, όπως η απαγόρευση της χρήσης βίας και ο σεβασμός της κυριαρχίας των κρατών. Δεν μπορεί να νομιμοποιεί καταστάσεις που παραβιάζουν βασικούς, αναγκαστικού δικαίου κανόνες. Οποιαδήποτε απόφαση που θα ενέκρινε άμεσα ή έμμεσα την προσάρτηση ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία θα υπερέβαινε τη νόμιμη εξουσία του Συμβουλίου και δεν θα είχε νομική ισχύ. 

Παράλληλα, το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι κάθε συμφωνία που συνάπτεται υπό την απειλή ή τη χρήση βίας είναι άκυρη από την αρχή (όπως ορίζει το Άρθρο 52 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών). Επομένως, μια συμφωνία ειρήνης που θα επέβαλε στην Ουκρανία, υπό πίεση ή με την απειλή απώλειας υποστήριξης, να αποδεχθεί την εκχώρηση εδαφών ή να παραιτηθεί από το δικαίωμα λογοδοσίας, θα ήταν νομικά ανυπόστατη. Επιπλέον, βάσει του διεθνούς πλαισίου για την ευθύνη κρατών σε περίπτωση παρανομίας (γνωστό ως Σχέδιο ARSIWA), τα κράτη έχουν θετική υποχρέωση να μην στηρίζουν ούτε να νομιμοποιούν τέτοιες παράνομες καταστάσεις. 

Η πρακτική αδυναμία εφαρμογής των ανωτέρω θεμελιωδών κανόνων αναδείχθηκε με ιδιαίτερη ένταση ήδη από προηγούμενες κρίσεις. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 κατέδειξε την εμβάθυνση μιας διαδικασίας απονομιμοποίησης της διεθνούς έννομης τάξης, η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται από νωρίτερα, μέσω της αδυναμίας του συστήματος να διασφαλίσει την καθολική εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφαινόμενη τάση έμμεσης αποδοχής της ρωσικής κυριαρχίας επί της Κριμαίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα συνιστούσε περαιτέρω υπονόμευση της αξιοπιστίας της διεθνούς νομικής αρχιτεκτονικής. 

Advertisement

Η υπενθύμιση των αρχών αυτών είναι ζωτική, όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά για το διεθνές σύστημα συνολικά. Αν νομιμοποιηθεί η μεταβολή συνόρων μέσω στρατιωτικής επιθετικότητας και επιβληθούν ειρηνευτικές συμφωνίες με όρους που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, δεν πρόκειται απλώς για συγκυριακή παρέκκλιση, αλλά για την παγίωση μιας ήδη εξελισσόμενης κρίσης απονομιμοποίησης. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα περιοριστεί στο ουκρανικό παράδειγμα: θα ενισχύσει την κανονικοποίηση πρακτικών που διαβρώνουν τη διεθνή έννομη τάξη και θα υπονομεύσει περαιτέρω την καθολικότητα θεμελιωδών κανόνων, όπως η απαγόρευση της χρήσης βίας για την απόκτηση εδαφών. Η προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράκ το 1990 και η συνεπής στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας τότε υπέρ της αποκατάστασης της εδαφικής ακεραιότητας υπενθυμίζει ποια είναι η θεσμική υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας. 

Η επίκληση ενός διλήμματος ανάμεσα στην ειρήνη και τη δικαιοσύνη είναι παραπλανητική. Όπως έχει δείξει η θεωρητική και ιστορική ανάλυση, ειρήνη που στηρίζεται στην παραίτηση από τη δικαιοσύνη είναι ασταθής και προάγεται μόνο μέσω του προσωρινού παγώματος συγκρούσεων, όχι μέσω της επίλυσής τους. Η επιβολή ειρηνευτικών διευθετήσεων που παγιώνουν την παρανομία δεν οδηγεί σε σταθερότητα· αντίθετα, ενισχύει την αστάθεια, καλλιεργεί νέα ερείσματα εχθρότητας και, μακροπρόθεσμα, καθιστά αναπόφευκτες νέες συγκρούσεις. Παράλληλα, η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος εξαρτάται όχι μόνο από την ύπαρξη κανόνων, αλλά και από την αποδοχή — εκ μέρους των κρατών και των κοινωνιών — ότι οι κανόνες αυτοί είναι δίκαιοι και δεσμευτικοί. Όταν μια ειρήνη επιβάλλεται με όρους ισχύος και όχι με σεβασμό στο δίκαιο, αυτή η θεσμική αποδοχή υπονομεύεται, με σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του διεθνούς συστήματος. 

Η Ουκρανία, παρά την εξάρτησή της και την έκτακτη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, διατηρεί το δικαίωμα να απαιτεί πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας, λογοδοσία για τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί εις βάρος της και μη αναγνώριση των τετελεσμένων της επιθετικότητας. Οποιαδήποτε απόπειρα να της επιβληθεί μια διαφορετική πραγματικότητα, είτε μέσω άμεσης διαπραγμάτευσης είτε μέσω θεσμικών μηχανισμών όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας, συνιστά παράβαση θεμελιωδών αρχών και, ως τέτοια, πρέπει να απορριφθεί. 

Advertisement

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αποτελεί απλώς μια εθνική τραγωδία· αποκαλύπτει τη βαθύτερη κρίση της διεθνούς έννομης τάξης. Το διακύβευμα δεν περιορίζεται στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους, αλλά εκτείνεται στο κατά πόσον οι θεμελιώδεις αρχές της κυριαρχίας, της ειρηνικής επίλυσης διαφορών και της απαγόρευσης της χρήσης βίας μπορούν να διατηρήσουν την κανονιστική τους ισχύ σε ένα διεθνές σύστημα που έχει ήδη διολισθήσει σε πρακτικές κυνικής πραγματιστικής διαχείρισης συγκρούσεων. Η υπεράσπιση αυτών των αρχών αποτελεί πλέον όχι μόνο αυτονόητη υποχρέωση, αλλά συνειδητή επιλογή αντίστασης απέναντι στην εδραιωμένη κανονικότητα της ισχύος. 

Η ειρήνη χωρίς το σεβασμό της νομιμότητας δεν είναι ειρήνη· είναι εκεχειρία υπό συνθήκες παρανομίας. Και η παρανομία, όταν εδραιώνεται, μετατρέπεται σε πυροδότη νέων συγκρούσεων. Μια ειρήνη για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία, δηλαδή μια διευθέτηση που θα παρακάμπτει τα δικαιώματα, τη βούληση και την κυριαρχία της, θα συνιστούσε μια επίφαση ειρήνης, προδιαγράφοντας νέες αβεβαιότητες. Να υπερασπιζόμαστε την Ουκρανία σημαίνει να υπερασπιζόμαστε το ελάχιστο όριο ελπίδας ότι οι λέξεις «δικαιοσύνη», «κυριαρχία» και «ειρήνη» δεν θα μετατραπούν σε άδεια κελύφη μπροστά στην επέλαση της ισχύος.

 

Advertisement