Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Η αεροπορική επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων συνιστά καθοριστική τομή στη μεταβαλλόμενη γεωπολιτική ισορροπία της Μέσης Ανατολής. Επιλέγοντας να κινηθεί μονομερώς και προληπτικά, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διέρρηξε τη μέχρι πρότινος στρατηγική «συγκράτησης» που χαρακτήριζε την αμερικανική διπλωματία έναντι του Ιράν. Όπως επισημαίνει ο William F. Wechsler του Atlantic Council, η απόφαση αυτή ενέχει υψηλό διπλωματικό κόστος· ωστόσο, θεωρείται στρατηγικά αιτιολογημένη, ιδίως υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που ήθελαν την Τεχεράνη να απέχει μόλις ημέρες από την απόκτηση επαρκούς πυρηνικού υλικού για την κατασκευή πυρηνικού όπλου.
AdvertisementAdvertisementΗ αιφνίδια αυτή κάθετη κλιμάκωση της ένοπλης βίας προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Αν και κυριάρχησαν οι φωνές υπέρ της αποκλιμάκωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέμεινε στη διατήρηση του στρατηγικού της δεσμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ύπατη Εκπρόσωπος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Κάγια Κάλας, απηύθυνε εκκλήσεις για επιστροφή στις διαπραγματεύσεις, επισημαίνοντας ότι «δεν πρέπει να επιτραπεί στο Ιράν να αναπτύξει πυρηνικά όπλα». Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αναγνώρισε την ανάγκη σταθερότητας ως υπέρτατη προτεραιότητα για την περιφερειακή ασφάλεια, ενώ ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, εξέφρασε «βαθιά ανησυχία» για τη ραγδαία όξυνση της κρίσης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ειρηνικής διευθέτησης μέσω της διπλωματίας.
Σε διεθνές επίπεδο, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, κατέταξε την επίθεση στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στην κατηγορία της «επικίνδυνης κλιμάκωσης». Η δήλωσή του ήρθε έπειτα από οκτώ συνεχόμενες ημέρες επιθετικών αεροπορικών βομβαρδισμών και πυραυλικών ανταποδόσεων μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης, αναδεικνύοντας τη δραματική ευθραυστότητα του περιφερειακού υποσυστήματος. Ο Γκουτέρες διεμήνυσε πως «δεν υπάρχει στρατιωτική λύση» στο υφιστάμενο αδιέξοδο και προειδοποίησε για τις παγκόσμιες επιπτώσεις μιας περαιτέρω κλιμάκωσης.
Συνακόλουθα, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τράμπ, σε τηλεοπτικό του διάγγελμα, επιβεβαίωσε την πλήρη καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων –Φορντό, Νατάνζ και Ισφαχάν. Χαρακτήρισε την επιχείρηση «θεαματική στρατιωτική επιτυχία» και κάλεσε την ιρανική ηγεσία να επιστρέψει άμεσα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Διαφορετικά, προειδοποίησε, την Τεχεράνη, για «κυματοειδή επέκταση των επιθέσεων», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω στρατιωτικής εμπλοκής.
Η Τεχεράνη δεν έχει ακόμη δημοσίως επιβεβαιώσει την έκταση των ζημιών· ωστόσο, ο Ιρανός Υπουργός Εξωτερικών απηύθυνε αυστηρή προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ να αποφύγουν κάθε περαιτέρω εμπλοκή στη σύρραξη με το Ισραήλ, η οποία μαίνεται από τις 13 Ιουνίου. Ο απολογισμός είναι βαρύς: σύμφωνα με τις ιρανικές αρχές, υπάρχουν περισσότεροι από 430 νεκροί και περίπου 3.500 τραυματίες, ενώ στο Ισραήλ καταμετρώνται 24 νεκροί και εκατοντάδες εκτοξεύσεις πυραύλων.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η επίσημη παραδοχή των ΗΠΑ για τη χρήση βομβαρδιστικών B-2 και ειδικών διατρητικών βομβών τύπου «bunker buster» εναντίον υπόγειων εγκαταστάσεων στο Φορντό. Η καταστροφή του συγκεκριμένου πυρηνικού εργοστασίου, το οποίο βρίσκεται εντός βραχώδους σχηματισμού νότια της Τεχεράνης, πλήττει καίρια τη δυνατότητα του Ιράν να προχωρήσει στην παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής.
Παρα ταύτα η αμερικανική αεροπορική επίθεση δεν συνιστά μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά εκφράζει βαθύτερες δυναμικές που διατρέχουν τη διεθνή πολιτική. Στην καρδιά της κρίσης, αναδεικνύεται η αμφίδρομη και διαρκώς τεταμένη σχέση μεταξύ στρατιωτικής ισχύος και διπλωματίας. Οι εξελίξεις στο Νατάνζ, στο Ισφαχάν και το Φορντό, αποκαλύπτουν τη μετάβαση σε μια νέα φάση στρατηγικού ανταγωνισμού, όπου η ισχύς καθίσταται και πάλι το κυρίαρχο νόμισμα των διεθνών σχέσεων.
AdvertisementΚατά τούτο, η αμερικανική ενέργεια εναντίον του Ιράν επιβεβαιώνει την επιμονή της Ουάσιγκτον σε μια αναθεωρητική στρατηγική υψηλής έντασης. Η «νεοφιλελεύθερη διεθνής τάξη», παρά τις ενδογενείς της αντιφάσεις, φαίνεται να επιβιώνει χάρη στην «νεοεπεμβατική» πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, που εκδηλώνεται άλλοτε με τον μανδύα της «ανθρωπιστικής επέμβασης» και άλλοτε με την επίκληση προληπτικής ασφάλειας. Παράλληλα, οι απόπειρες των λεγόμενων αναδυόμενων δυνάμεων – κυρίως μέσω των BRICS – να οικοδομήσουν μια νέα πολυπολική αρχιτεκτονική δεν έχουν κατορθώσει να μεταβάλουν τη δομική κατανομή ισχύος. Η Ρωσία, καθηλωμένη σε έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς στην Ουκρανία, και η Κίνα, απορροφημένη στην προστασία της στρατηγικής της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», αδυνατούν να αμφισβητήσουν εμπράκτως την αμερικανική ηγεμονία.
Αντιθέτως, η γεωστρατηγική πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει αδιαμφισβήτητη, ιδίως λόγω της τεχνολογικής υπεροχής και της δυνατότητας ελέγχου των παγκόσμιων κοινών (global commons). Στη Μέση Ανατολή, ειδικότερα, η εφαρμογή της στρατηγικής του «δημιουργικού χάους» έχει καταστήσει τις ΗΠΑ κυρίαρχο δρώντα, αποτρέποντας την ανάδυση εναλλακτικών ηγεμονικών πόλων.
Εντός αυτής της στρατηγικής, το Ιράν αναδεικνύεται σε πρωταρχικό στόχο της αμερικανοϊσραηλινής συνεργασίας, η οποία αποσκοπεί στην αναδιάρθρωση της περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφαλείας με όρους συμβατούς προς τα αμερικανικά συμφέροντα, και με το Ισραήλ να λειτουργεί ως θεσμικός εντολοδόχος και εγγυητής τους.
AdvertisementΤουναντίον, το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης μοιάζει να εισέρχεται σε φάση πολιτικής και θεσμικής αποδόμησης, αδυνατώντας να απαντήσει με συγκροτημένο τρόπο στις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας. Εν τέλει, η μόνη βεβαιότητα στο διεθνές σύστημα είναι το θουκυδίδειο αξίωμα: «Ο ισχυρός πράττει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του, και ο αδύναμος υπομένει ό,τι του επιβάλλεται».
«Ηγεμονία και χάος: Η στρατηγική των ΗΠΑ στη μεταψυχροπολεμική Μέση Ανατολή»
Η αμερικανική ενέργεια εναντίον του Ιράν επιβεβαιώνει την επιμονή της Ουάσιγκτον σε μια αναθεωρητική στρατηγική υψηλής έντασης.
