Δεν ξεκινά με καλούς οιωνούς η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη (24–25 Ιουνίου), η οποία έχει χαρακτηριστεί κρίσιμη και ιστορική. Λίγα μόλις εικοσιτετράωρα πριν από την έναρξή της και εν μέσω διεθνούς αβεβαιότητας, τα 32 κράτη-μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, κατέληξαν το βράδυ της Κυριακής σε συμφωνία για την αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών σε τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, συνοδεύτηκε από παρασκηνιακές εντάσεις και πολιτικές εξαιρέσεις, με επίκεντρο την Ισπανία.
Η κυβέρνηση Σάντσεθ αρνήθηκε να δεσμευτεί στον νέο στόχο και σύμφωνα με πληροφορίες απέσπασε αλλαγή στη διατύπωση της τελικής διακήρυξης, ώστε να μην εμφανίζεται ως πλήρως δεσμευμένη. Η στάση της Μαδρίτης ενδέχεται να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για σύγκρουση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει επανειλημμένα πιέσει τους Ευρωπαίους συμμάχους να αναλάβουν ισότιμο βάρος στις αμυντικές δαπάνες.
Παρότι οι αρχικές πληροφορίες ανέφεραν ότι η συμφωνία έγινε αποδεκτή απ’ όλους, ο Σάντσεθ δήλωσε το βράδυ της Κυριακής σε τηλεοπτική παρέμβασή του ότι η κυβέρνησή του εξασφάλισε συμφωνία με το ΝΑΤΟ, η οποία επιτρέπει στη χώρα του να συνεχίσει να σέβεται τις δεσμεύσεις της «χωρίς να χρειαστεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της στο 5% του ΑΕΠ».
«Η μετάβαση από το 2% στο 5% θα μας ανάγκαζε να παραβιάσουμε τις κόκκινες γραμμές μας, με αποτέλεσμα είτε να πρέπει να αυξήσουμε δραστικά τους φόρους για τη μεσαία τάξη, είτε να μειώσουμε σοβαρά το μέγεθος του κράτους πρόνοιας» δήλωσε ο Ισπανός πρωθυπουργός.
Η «δημιουργική λογιστική» του 5%
Ο στόχος του 5% είναι πράγματι φιλόδοξος, αν όχι δύσκολος, για τα περισσότερα κράτη-μέλη. Προκειμένου να φανεί ότι η Συμμαχία παραμένει ενωμένη, υιοθετήθηκε μια μορφή «δημιουργικής λογιστικής», με διαχωρισμό των δαπανών ως εξής: το 3,5% αφορά αμιγώς στρατιωτικές δαπάνες, ενώ το 1,5% μπορεί να περιλαμβάνει ευρύτερες επενδύσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια και την άμυνα, όπως υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, λιμάνια), βιομηχανικές δυνατότητες, κυβερνοασφάλεια.
Οι πιέσεις Τραμπ και ο ρόλος Ρούτε
Οι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ επιδίωκαν απεγνωσμένα να πετύχουν συναίνεση, καθώς οι πιέσεις του Αμερικανού προέδρου ήταν ολοένα και εντονότερες. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κατηγορήσει επανειλημμένα την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά ότι στηρίζονται υπερβολικά στην προστασία των ΗΠΑ και δεν αναλαμβάνουν το κόστος της άμυνάς τους. Έχει, μάλιστα, απειλήσει ότι θα αφήσει τους «μη συμμορφούμενους» στο έλεος της ρωσικής επιθετικότητας και δεν απέκλεισε ακόμα και την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμμαχία.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έχει ως βασική αποστολή τον κατευνασμό του Τραμπ και τη διασφάλιση της παραμονής των ΗΠΑ στο πλαίσιο του Άρθρου 5 περί συλλογικής άμυνας. Στήριξε το αμερικανικό αίτημα ως «δίκαιο» υπό τις σημερινές γεωπολιτικές συνθήκες και εκτίμησε ότι εντός της επόμενης πενταετίας, η Ρωσία πιθανόν να δοκιμάσει τη συνοχή και την ετοιμότητα του ΝΑΤΟ με επίθεση σε γειτονική χώρα.
Σύντομη σύνοδος – Λιτή διακήρυξη
Σε αυτό το πλαίσιο η φετινή Σύνοδος σχεδιάστηκε να είναι σύντομη και αυστηρά ελεγχόμενη, ακριβώς για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση που θα μπορούσε να εξοργίσει τον Τραμπ και να επιφέρει ανεπιθύμητες εξελίξεις για τη Συμμαχία.
Σύμφωνα με πηγές, ακόμη και το τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου θα είναι εξαιρετικά σύντομο – μερικές παράγραφοι μόνο – σε αντίθεση με τα εκτενή και αναλυτικά κείμενα προηγούμενων ετών. Το κείμενο θα δίνει έμφαση στη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στον νέο στόχο των 5%, αποφεύγοντας λεπτομερείς πολιτικές τοποθετήσεις.
Η «χειροβομβίδα» Σάντσεθ και ο συμβιβασμός
Ωστόσο η Σύνοδος απειλείται να επισκιαστεί τόσο από την απόφαση των ΗΠΑ να πλήξουν στόχους στο Ιράν, όσο και από τη στάση της ισπανικής κυβέρνησης στην αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Ήδη από την Παρασκευή, ο Σάντσεθ είχε εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή του, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Τραμπ: «Η Ισπανία πρέπει να πληρώσει ό,τι πληρώνουν και οι υπόλοιποι», δήλωσε, προσθέτοντας πως «το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αντιμετωπίσει την Ισπανία», χαρακτηρίζοντάς την «διαβόητη» για τις χαμηλές αμυντικές δαπάνες της.
Εντέλει, για την αποφυγή ρήγματος, οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμβιβασμό.
Ο Ρούτε φέρεται να παραχώρησε ευελιξία στη Μαδρίτη και, προκειμένου να διατηρηθεί η εικόνα ενότητας, σύμφωνα με διεθνή δημοσιεύματα, τροποποιήθηκε η γλώσσα στο τελικό ανακοινωθέν: το «we commit» (δεσμευόμαστε) έγινε «allies commit» (οι σύμμαχοι δεσμεύονται).
Σε επιστολή που επικαλείται πως έχει στη διάθεσή του το πρακτορείο Reuters, ο Ρούτε ανέφερε στον Σάντσεθ ότι η Ισπανία θα έχει «ευελιξία να καθορίσει τη δική της κυρίαρχη πορεία» για την επίτευξη των στόχων στρατιωτικών δυνατοτήτων που έχει συμφωνήσει με το ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή διπλωμάτης του ΝΑΤΟ δήλωσε ότι η επιστολή του Ρούτε ήταν απλώς «μια επιβεβαίωση ότι οι σύμμαχοι χαράσσουν οι ίδιοι την πορεία τους για την τήρηση των δεσμεύσεών τους» όσον αφορά την επίτευξη των εν λόγω στόχων.
Η διατύπωση αυτή επιδέχεται διπλή ανάγνωση: είτε παρέχει ένα βαθμό απαλλαγής στην Ισπανία, είτε την εντάσσει διακριτικά στον γενικό κανόνα χωρίς ρητή εξαίρεση. Πολιτικά, ωστόσο, επιτρέπει στον Σάντσεθ να ισορροπήσει και στο εσωτερικό, απέναντι στον κυβερνητικό εταίρο του, τη ριζοσπαστική αριστερά της Sumar, η οποία αντιτίθεται σθεναρά σε οποιαδήποτε αύξηση στρατιωτικών δαπανών.
Μεγάλες προκλήσεις – Η Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα
Παρά τη δεκαετή περίοδο προσαρμογής έως το 2035 – με ορισμένες χώρες να προτείνουν και το 2032 ο στόχος του 5% θεωρείται εξαιρετικά φιλόδοξος. Η Γερμανία ξόδεψε μόλις 2,1% του ΑΕΠ για άμυνα το 2024, ενώ ο Καγκελάριος Μερτς υπολογίζει πως κάθε πρόσθετο ποσοστό απαιτεί περίπου 45 δισ. ευρώ επιπλέον.Αντίθετα, οι ΗΠΑ, η Εσθονία, η Λετονία και η Ελλάδα –που ήδη ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες θα αντιμετωπίσουν μικρότερες δυσκολίες. Πρωταθλήτρια, όμως, παραμένει η Πολωνία, με 4,1% του ΑΕΠ της για άμυνα το 2023, αντανακλώντας και τη γεωπολιτική της εγγύτητα με τη Ρωσία.
Όσον αφορά την Ελλάδα, κυβερνητικές πηγές υπενθυμίζουν ότι η χώρα συγκαταλέγεται στους σταθερούς συμμάχους που υπερβαίνουν το 3%, ακόμα και κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης. Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, παρουσίασε πρόσφατα 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 25 δισ. ευρώ, το οποίο αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς στις παρεμβάσεις του στη Σύνοδο.
Σημειώνεται ότι μέχρι το τέλος του έτους, όλες οι χώρες της Συμμαχίας αναμένεται να έχουν φτάσει τον στόχο του 2%, όπως είχε τεθεί το 2014, με πολλές να έχουν ήδη εξαγγείλει αυξήσεις αμυντικών δαπανών από τις αρχές του 2025.
Η τελική διακήρυξη της Χάγης αναμένεται να κρίνει πολλά: τόσο για το μέλλον της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, όσο και για τη νέα μορφή που το ΝΑΤΟ θα πάρει.