chat icon
Link copied!

Σε μια απόφαση ορόσημο για τη διαφάνεια των ευρωπαϊκών θεσμών, προχώρησε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καθώς απέρριψε την αιτιολογία – άρνηση – της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χορηγήσει πρόσβαση στα μηνύματα (SMS)  που αντάλλαξαν η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο CEO της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, τον Απρίλιο του 2021, στο απόγειο της πανδημίας COVID-19 και πριν από την σύναψη της συμφωνίας για την παροχή εμβολίων.

Η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου έγινε από τη δημοσιογράφο Ματίνα Στεβή, ανταποκρίτρια των New York Times στις Βρυξέλλες, η οποία είχε υποβάλει αίτημα βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 για την πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα ισχυριζόμενη πως δεν κατέχει τα αιτούμενα SMS.

Advertisement
Advertisement

Συγκεκριμένα η κα Ματίνα Στεβή, δημοσιογράφος της εφημερίδας The New York Times, υπέβαλε αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας πρόσβαση σε όλα τα μηνύματα που αντάλλαξαν η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο Άλμπερτ Μπουρλά, διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2021 έως 11 Μαΐου 2022.

Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα, υποστηρίζοντας ότι δεν διαθέτει τα επίμαχα έγγραφα. Η Στεβή και οι New York Times προσέφυγαν κατά της απόφασης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωσή της.

 

 

Σήμερα με την απόφασή του, το Δικαστήριο δικαίωσε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι οι εξηγήσεις της δεν ήταν επαρκείς για να τεκμηριώσουν τη μη κατοχή των ζητούμενων μηνυμάτων.

Advertisement

«…η Επιτροπή δεν μπορεί απλώς να δηλώσει ότι δεν διαθέτει τα ζητούμενα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει αξιόπιστες εξηγήσεις που να επιτρέπουν στο κοινό και στο Δικαστήριο να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να βρεθούν…» αναφέρει μεταξύ άλλων η απόφαση του δικαστηρίου.

Σε άλλο σημείο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν παρείχε λεπτομερή ενημέρωση για τις ενέργειες που ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε προκειμένου να εντοπίσει τα ζητούμενα έγγραφα. Δεν διευκρίνισε ποιο είδος αναζητήσεων διεξήχθη ούτε σε ποιους ακριβώς χώρους ή τεχνολογικά μέσα έγιναν αυτές οι αναζητήσεις. Ως εκ τούτου, δεν προσέφερε καμία εύλογη εξήγηση που να τεκμηριώνει τη μη κατοχή των εν λόγω μηνυμάτων.

Περαιτέρω, τονίζει, ότι η Επιτροπή δεν αποσαφήνισε αν τα επίμαχα μηνύματα κειμένου έχουν διαγραφεί και, αν αυτό συνέβη, δεν διευκρίνισε αν η διαγραφή έγινε σκόπιμα, αυτόματα ή εξαιτίας αλλαγής συσκευής εκ μέρους της Προέδρου.

Advertisement

Τέλος, απέτυχε να αιτιολογήσει επαρκώς γιατί έκρινε ότι τα συγκεκριμένα SMS, τα οποία ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προμήθεια των εμβολίων κατά της COVID-19, δεν περιείχαν πληροφορίες ουσιώδους σημασίας ή δεδομένα που να απαιτούσαν θεσμική καταγραφή και διατήρηση.

ΝΥ ΤΙMES: Μια νίκη για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Για ένα ισχυρό μήνυμα κάνει λόγο η εφημερίδα NY TIMES τονίζοντας μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή της, ότι οι εφήμερες μορφές επικοινωνίας δεν βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο της κοινής γνώμης».

«Η σημερινή απόφαση αποτελεί νίκη για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ότι οι εφήμερες μορφές επικοινωνίας δεν βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο της κοινής γνώμης. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την κακή διαχείριση του αιτήματος αυτού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ξεκαθάρισε ότι οι αξιωματούχοι έχουν την υποχρέωση να αντιμετωπίζουν τα μηνύματα κειμένου όπως κάθε άλλο επίσημο έγγραφο.

Advertisement

Φέραμε αυτή την υπόθεση στο δικαστήριο επειδή οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν πώς λειτουργούν οι ηγέτες τους και πώς δαπανώνται τα χρήματα των φορολογουμένων. Παραμένουμε προσηλωμένοι σε μια αυστηρή, ανεξάρτητη δημοσιογραφία που ελέγχει την εξουσία.»

Αντίδραση της Επιτροπής στην απόφαση του Δικαστηρίου

Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση, δηλώνοντας ότι λαμβάνει υπόψη την απόφαση και ότι σκοπεύει να την μελετήσει προσεκτικά προτού αποφασίσει τα επόμενα βήματα.

Η Επιτροπή σημείωσε ότι το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί την πολιτική της Επιτροπής για την καταχώριση εγγράφων όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα λέγοντας: «Οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση της ακεραιότητας των αρχείων της Επιτροπής και της πλήρους διαφάνειας, διασφαλίζοντας ότι τα σημαντικά έγγραφα που συντάσσονται ή λαμβάνονται από την Επιτροπή είναι εύκολα προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους πολίτες της ΕΕ».

Advertisement

Σύμφωνα με τη δήλωση, η Επιτροπή θα εκδώσει νέα απόφαση με περισσότερο αναλυτικές εξηγήσεις. Υπογραμμίζει επίσης ότι η διαφάνεια αποτελεί θεμελιώδη προτεραιότητα για την ίδια και την Πρόεδρο φον ντερ Λάιεν, και δεσμεύεται να συνεχίσει να τηρεί αυστηρά το ισχύον νομικό πλαίσιο, διατηρώντας ανοικτή και υπεύθυνη επικοινωνία με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς. 

Advertisement

Σημειώνεται ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου. Η έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο για νομικά ζητήματα – δηλαδή, δεν επανεξετάζονται τα πραγματικά περιστατικά, αλλά εξετάζεται αν το Δικαστήριο εφάρμοσε σωστά το δίκαιο της ΕΕ.

Ποιο είναι το επίδικο

Τα SMS αφορούν απευθείας επικοινωνία μεταξύ των δύο προσώπων-κλειδιών στην διαπραγμάτευση των συμφωνιών για τα εμβόλια COVID-19. Η ίδια η φον ντερ Λάιεν είχε αναφερθεί δημοσίως σε ”προσωπική διπλωματία” μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων, εγείροντας ερωτήματα για τη διαχείριση διακρατικών συμβάσεων αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ εκτός θεσμικών διαδικασιών.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η άρνηση της Επιτροπής υπονόμευσε την αρχή της διαφάνειας και το δικαίωμα του κοινού στην πρόσβαση σε έγγραφα. Το γεγονός ότι η Κομισιόν δεν εκτίμησε καν αν τα SMS περιέχουν πληροφορίες ”σημαντικές ή απαιτούσες καταγραφή”, αποτελεί, σύμφωνα με το σκεπτικό, αθέτηση της θεσμικής της ευθύνης.

Advertisement

Η απόφαση δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να παραδώσει τα μηνύματα – αλλά ακυρώνει τη δικαιολογία της μη κατοχής τους, ανοίγοντας τον δρόμο για νέο αίτημα, δικαστική πίεση και πολιτική λογοδοσία.

Όπως και να έχει η απόφαση θεωρείται πλήγμα αναφορικά με τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στην ΕΕ και αναπόφευκτα χαρακτηρίζεται ως πλήγμα στο κύρος της προέδρου της Κομισιόν σε μια περίοδο που η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι πιο κρίσιμη από ποτέ.