Η Ελλάδα έχει κάνει βήματα από την εποχή των μνημονίων όμως απέχει πολύ απο το μέσο όρο του 4,9% στις χώρες του ΟΟΣΑ και του 6% στην ΕΕ.
Για αδυναμία της Ελλάδας να μειώσει τα ποσοστά ανεργίας από το 7,9% που ήταν τον Μάιο του 2025, κοντά στο μέσο όρο του 4,9% κάνει λόγο ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του.
Αν και αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει κάνει βήματα από την εποχή των μνημονίων που η ανεργία είχε φτάσει το 27%, υπογραμμίζει ότι απέχει από τα ποσοστά ανεργίας στον ΟΟΣΑ που παραμένουν ιστορικά χαμηλά, με μέσο όρο 4,9% τον Μάιο του 2025. Επιπλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τα μέσα ποσοστά ανεργίας είναι 5,9% – 6,2%.
«Η χώρα δεν έχει επιτύχει ακόμα την ισχυρή ανάκαμψη που παρατηρείται σε άλλες, όπως η Κόστα Ρίκα. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο από την κορύφωση της κρίσης χρέους στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν η ανεργία ξεπέρασε το 27%. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό ανεργίας μειώνεται σταθερά χάρη στην ανάκαμψη του τουρισμού, τις στοχευμένες επενδύσεις και μια αργή αλλά συνεχιζόμενη διαρθρωτική αλλαγή της οικονομίας. Ωστόσο, η ανεργία παραμένει αρκετά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, καταδεικνύοντας συνεχιζόμενες δυσκολίες στην απορρόφηση νέων εργαζομένων και στη μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας» αναφέρει.
Συγκεκριμένα υπογραμμίζει 4 σημαντικά σημεία τα οποία εμποδίζουν την μείωση της ανεργάις στην Ελλάδα;
Υψηλή η ανεργία στους νέους
Το πιο σημαντικό πρόβλημα ωστόσο είναι η ανεργία στους νέους (νέοι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης). Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις εννέα χώρες του ΟΟΣΑ όπου το ποσοστό των ΝΕΕΤ υπερβαίνει το 15%, γεγονός που φανερώνει βαθιά απόκλιση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας. Η απώλεια αυτού του ανθρώπινου δυναμικού απαιτεί άμεσες επενδύσεις σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, προγράμματα δεύτερης ευκαιρίας και πιο αποτελεσματικές μεταβάσεις από το σχολείο στην εργασία.
Χάσμα ανδρών – γυναικών
Το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην απασχόληση παραμένει επίσης σημαντικό. Παρά τη σταδιακή μείωση σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της Ελλάδας παραμένει από τις χαμηλότερες. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η εξάλειψη του χάσματος αυτού θα μπορούσε να αυξήσει την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ανά κάτοικο της Ελλάδας κατά τουλάχιστον 0,3 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτούνται συστημικές αλλαγές στη διαθεσιμότητα παιδικής φροντίδας, στις κοινωνικές προσδοκίες και στην υποστήριξη της ισορροπίας εργασίας-ζωής.
Δεν αξιοποιούνται οι μεγάλης ηλικίας
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι αποτελούν επίσης έναν υποεκμεταλλευόμενο πόρο. Με το δημογραφικό πρόβλημα να εντείνεται, η έκθεση τονίζει τη σημασία της αύξησης της συμμετοχής ατόμων άνω των 55 ετών στην εργασία. Η Ελλάδα ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες όπου η ενεργοποίηση των μεγαλύτερων εργαζομένων θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξη. Η μείωση των πρόωρων αποχωρήσεων από την αγορά εργασίας και η ενίσχυση της συμμετοχής μέσω ευέλικτων ωραρίων και προγραμμάτων επανεκπαίδευσης μπορούν να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού.
Μη ένταξη μεταναστών στην αγορά εργασίας
Η μετανάστευση αναφέρεται επίσης ως κρίσιμος παράγοντας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από πιο στοχευμένες και επιλεκτικές πολιτικές μετανάστευσης για να καλύψει ελλείψεις δεξιοτήτων. Ωστόσο, η ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας παραμένει ασθενής, εν μέρει λόγω γλωσσικών φραγμών και της μη αναγνώρισης των προσόντων τους.
Και ο ΟΟΣΑ καταλήγει λέγοντας ότι η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει ανθεκτικότητα, υστερεί όμως σε βασικούς δείκτες σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Για το λόγο αυτό Ο ΟΟΣΑ καλεί την Ελλάδα να δώσει προτεραιότητα στην ενεργοποίηση των ανεκμετάλλευτων ανθρώπινων πόρων – ιδίως των γυναικών, των νέων, των ηλικιωμένων και των μεταναστών.
Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να καλύψει τα κενά στην απασχόληση και την παραγωγικότητα και να περιορίσει τους κινδύνους που απορρέουν από τις δημογραφικές αλλαγές. Με στοχευμένες πολιτικές, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να μεταμορφώσει την αγορά εργασίας της σε έναν πιο συμπεριληπτικό και αναπτυξιακό μοχλό της οικονομίας.