Προς τα κάτω αναθεωρεί τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και την ΕΕ το 2025 και το 2026 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει των εαρινών προβλέψεων που δημοσιεύθηκαν σήμερα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εξασθένηση των προοπτικών για το παγκόσμιο εμπόριο και στην αύξηση της αβεβαιότητας όσον αφορά την εμπορική πολιτική, έπειτα και από τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξαν οι ΗΠΑ.
«Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας και η ΕΕ οφείλει να λάβει αποφασιστικά μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.» τονίζει ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Driven by a strong labour market and rising wages, EU GDP is set to grow by 1.1% in 2025 and 1.5% in 2026. Inflation is on track to reach 2% this year.
— Valdis Dombrovskis (@VDombrovskis) May 19, 2025
But risks remain, so the EU needs to implement ambitious growth-enhancing reforms.https://t.co/IkLvgRb9wE #ECForecast pic.twitter.com/a3lZNxe3NN
Πιο ειδικά όπως τονίζεται στις εαρινές εκτιμήσεις:
Η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπήκε στο 2025 με ελαφρώς καλύτερες προοπτικές από τις αρχικές εκτιμήσεις και προβλέπεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται με μετριοπαθή ρυθμό μέσα στο έτος, παρά την αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα σε θέματα οικονομικής πολιτικής και τις συνεχιζόμενες εμπορικές εντάσεις. Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί το 2026.
Σύμφωνα με την εαρινή οικονομική πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2025, το πραγματικό ΑΕΠ της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,1% φέτος και κατά 1,5% το 2026. Για τη ζώνη του ευρώ, οι αντίστοιχοι ρυθμοί διαμορφώνονται σε 0,9% για το 2025 και 1,4% για το 2026 – σε ευθυγράμμιση με τις επιδόσεις του 2024.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, στην ευρωζώνη προβλέπεται επιβράδυνση από 2,4% το 2024 σε 2,1% το 2025 και περαιτέρω πτώση στο 1,7% το 2026. Στην ΕΕ συνολικά, οι εξελίξεις αναμένεται να κινηθούν σε παρόμοια τροχιά, με τον πληθωρισμό να ξεκινά από ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα και να υποχωρεί κάτω από το 2% μέχρι το 2026.
Ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, δήλωσε:
«Η οικονομία της ΕΕ επιδεικνύει ανθεκτικότητα εν μέσω έντονων εμπορικών εντάσεων και αυξημένης παγκόσμιας αβεβαιότητας. Στηριζόμενη σε μια ισχυρή αγορά εργασίας και την άνοδο των μισθών, η ανάπτυξη αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025, έστω και με μέτριο ρυθμό. Ο πληθωρισμός υποχωρεί ταχύτερα απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί και βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης του στόχου του 2% εντός του έτους. Όμως δεν επιτρέπεται εφησυχασμός – οι κίνδυνοι για τις προοπτικές παραμένουν καθοδικοί και η ΕΕ οφείλει να λάβει αποφασιστικά μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.»
Που οφείλεται η αναθεώρηση των προοπτικών
Η αναθεώρηση των προοπτικών για την ανάπτυξη προς τα κάτω όπως εξηγεί η Κομισιόν, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χειροτέρευση των παγκόσμιων προοπτικών για το εμπόριο, καθώς και στην αυξημένη αβεβαιότητα που περιβάλλει την εμπορική πολιτική.
Συγκεκριμένα η εαρινή πρόβλεψη βασίζεται σε συγκεκριμένες παραδοχές ως προς τα επίπεδα των δασμών. Στο μακροοικονομικό υπόδειγμα χρησιμοποιήθηκε η υπόθεση ότι οι δασμοί των Ηνωμένων Πολιτειών στις εισαγωγές αγαθών από την Ευρωπαϊκή Ένωση – καθώς και σχεδόν από όλους τους άλλους εμπορικούς εταίρους – παραμένουν στο επίπεδο του 10%, όπως ίσχυε στις 9 Απριλίου. Από την παραδοχή αυτή εξαιρούνται υψηλότεροι δασμοί 25% σε χάλυβα, αλουμίνιο και αυτοκίνητα, καθώς και δασμολογικές εξαιρέσεις για συγκεκριμένα προϊόντα όπως τα φαρμακευτικά και οι μικροεπεξεργαστές.
Όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας, το μοντέλο ενσωμάτωσε την υπόθεση ότι οι διμερείς δασμοί θα ήταν χαμηλότεροι από εκείνους που ίσχυαν στις 9 Απριλίου, αλλά σε επαρκώς υψηλά επίπεδα ώστε να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση του διμερούς εμπορίου αγαθών. Οι τελικοί δασμοί που συμφωνήθηκαν μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στις 12 Μαΐου αποδείχθηκαν χαμηλότεροι από εκείνους που είχαν ληφθεί υπόψη στο μοντέλο υπολογισμού, αλλά παραμένουν αρκετά υψηλοί ώστε να μην αναιρούν την υπόθεση για επιδείνωση της εμπορικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών.

Παγκόσμια επιβράδυνση και περιορισμένη επενδυτική δυναμική επιβαρύνουν τις προοπτικές της ΕΕ
Η παγκόσμια ανάπτυξη εκτός ΕΕ προβλέπεται πλέον στο 3,2% για το 2025 και το 2026, μειωμένη σε σχέση με την πρόβλεψη του φθινοπώρου 2024 που ανερχόταν στο 3,6%. Η καθοδική αυτή αναθεώρηση αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την εξασθένηση των προοπτικών για τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου είναι ακόμη εντονότερη.
Ως συνέπεια, οι εξαγωγές της ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν μόλις κατά 0,7% φέτος, καθώς η νέα κάμψη στις εξαγωγές αγαθών αντισταθμίζεται εν μέρει από την ανθεκτικότητα των εξαγωγών υπηρεσιών, οι οποίες επηρεάζονται λιγότερο από τις εμπορικές εντάσεις. Το 2026, η αύξηση των εξαγωγών προβλέπεται να κινηθεί στο 2,1%.
Η αβεβαιότητα – περισσότερο από τους ίδιους τους δασμούς – επιβαρύνει την εγχώρια ζήτηση. Έπειτα από συρρίκνωση 1,8% στον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου το 2024, προβλέπεται μια ήπια ανάκαμψη των επενδύσεων. Αυτή εμφανίζεται πιο περιορισμένη σε σχέση με τις εκτιμήσεις του φθινοπώρου, καθώς η ασθενέστερη οικονομική δραστηριότητα μειώνει τις ανάγκες για επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο. Παράλληλα, η αστάθεια των αγορών λόγω των εμπορικών εντάσεων προκαλεί σύσφιξη των χρηματοδοτικών συνθηκών.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 1,5% το 2025 και να επιταχυνθούν περαιτέρω στο 2,4% το 2026. Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται στις επενδύσεις σε υποδομές και έρευνα και ανάπτυξη, που ενισχύονται από τη χρηματοδότηση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και του Ταμείου Συνοχής, καθώς και στην ανάκαμψη της οικιστικής κατασκευαστικής δραστηριότητας.
Όσον αφορά την ιδιωτική κατανάλωση, προβλέπεται ελαφρώς ισχυρότερη σε σχέση με τις εκτιμήσεις του φθινοπώρου, φθάνοντας το 1,5% το 2025 και το 1,6% το 2026. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στη δυναμική που καταγράφηκε το 2024 και στη συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας, στο περιβάλλον ταχείας υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων. Παρ’ όλα αυτά, τα υψηλά επίπεδα αποταμίευσης συνεχίζουν να συγκρατούν την καταναλωτική δαπάνη.

Η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή, με αύξηση των πραγματικών μισθών
Το 2024, η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης οδήγησε στη δημιουργία 1,7 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας στην οικονομία της ΕΕ, σημειώνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ. Παρά τη συγκρατημένη οικονομική ανάπτυξη, η απασχόληση προβλέπεται να αυξηθεί κατά επιπλέον 2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας έως το τέλος του ορίζοντα πρόβλεψης. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί σε νέο ιστορικό χαμηλό, στο 5,7% το 2026.
Ύστερα από αύξηση 5,3% το 2024, ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών προβλέπεται να επιβραδυνθεί το 2025 και το 2026. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να επωφελούνται από αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς και εκτιμάται ότι θα ανακτήσουν πλήρως τη χαμένη αγοραστική δύναμη των τελευταίων ετών, η οποία είχε διαβρωθεί από την άνοδο του πληθωρισμού.
Συνεχίζεται η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Η διαδικασία αποπληθωρισμού, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 2022, αναμένεται να συνεχιστεί σταθερά. Αφού μειωθεί στο 2,4% το 2024, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (HICP) στην ευρωζώνη προβλέπεται να φθάσει τον στόχο του 2% της ΕΚΤ ήδη από το 2025 και να υποχωρήσει περαιτέρω το 2026.
Οι τιμές της ενέργειας έχουν σημειώσει αισθητή πτώση από το φθινόπωρο του 2024 και αναμένεται να συνεχίσουν πτωτικά. Παράλληλα, η ενίσχυση του ευρώ αναμένεται να προσθέσει επιπλέον αποπληθωριστικές πιέσεις.
Οριακή αύξηση στα ελλείμματα – Επιβράδυνση στη μείωση του χρέους
Αφού μειώθηκε στο 3,2% του ΑΕΠ το 2024, το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ προβλέπεται να αυξηθεί οριακά στο 3,3% το 2025 και να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο το 2026.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς, από 83,2% το 2025 σε 84,5% το 2026, έπειτα από τέσσερα έτη ταχείας μείωσης.
Αυξημένη αβεβαιότητα εν μέσω εμπορικών εντάσεων
Οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές κλίνουν προς την καθοδική κατεύθυνση. Περαιτέρω κατακερματισμός του παγκόσμιου εμπορίου θα μπορούσε να επιβραδύνει την αύξηση του ΑΕΠ και να επαναφέρει πληθωριστικές πιέσεις. Οι φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή επίσης εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα και παραμένουν μια επίμονη πηγή καθοδικών κινδύνων για την ανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη περαιτέρω αποκλιμάκωση στις εμπορικές εντάσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ ή ταχύτερη επέκταση των εμπορικών σχέσεων της ΕΕ με τρίτες χώρες – συμπεριλαμβανομένων νέων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου – θα μπορούσαν να στηρίξουν την ανάπτυξη. Επιπλέον, η αύξηση των αμυντικών δαπανών αναμένεται να συμβάλει θετικά.
Η πρόοδος σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, όπως η εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, η ολοκλήρωση της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, και η υλοποίηση μιας φιλόδοξης ατζέντας απλοποίησης, μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω την ανθεκτικότητα της οικονομίας της ΕΕ.