Το στεγαστικό πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί, τόσο για την αποφυγή κοινωνικών επιπτώσεων όσο και για τη συνδρομή στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Η στεγαστική κρίση, που αφορά την έλλειψη κατάλληλων και οικονομικά προσιτών κατοικιών προς ενοικίαση, είναι διαχρονικά περιοδικό φαινόμενο, καθώς υπακούει στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Κατά περιόδους, όπως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, η συσσώρευση προσφύγων στην πρωτεύουσα δημιούργησε πιεστικές στεγαστικές ανάγκες, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν μέσω της μεγάλης οικοδομικής ανάπτυξης και του συστήματος της αντιπαροχής. Στην πρόσφατη οικονομική κρίση, η ζήτηση για κατοικίες προς ενοικίαση περιορίστηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα πολλές κενές κατοικίες να παραμένουν ακατοίκητες και χωρίς επισκευές, ενώ παράλληλα η ανέγερση νέων κτιρίων μειώθηκε δραστικά. Υπολογίζεται ότι μόνο στην Αθήνα υπάρχουν σήμερα περίπου 132.000 κενά διαμερίσματα.
Τραγικότερη, όμως, είναι η κατάσταση για τους δημόσιους υπαλλήλους που εργάζονται σε τουριστικές περιοχές, όπου το ενοίκιο απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του μισθού. Γενικότερα, για όσους αμείβονται με χαμηλούς μισθούς, το ενοίκιο ανέρχεται στο 40% του εισοδήματός τους.
Την έλλειψη επιτείνει η μετατροπή πολλών κατοικιών σε Airbnb (12.500), η αγορά ακινήτων από ξένους για την απόκτηση Golden Visa, καθώς και η συσσώρευση μεταναστών στο κέντρο, που διαμένουν σε φθηνές, παλιές κατοικίες. Έτσι, δεν υπάρχει επαρκής προσφορά κατάλληλων κατοικιών προς ενοικίαση, με αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση των ενοικίων, την οποία πολλοί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν και αναγκάζονται να καταφεύγουν σε φθηνότερες κατοικίες, των οποίων, λόγω της αυξημένης ζήτησης, ανεβαίνει η μισθωτική αξία, ενώ για ορισμένα κεντρικά ακίνητα εγείρονται και ζητήματα ασφάλειας.
Η έλλειψη κατοικιών δημιουργεί το λεγόμενο στεγαστικό πρόβλημα, που ταλαιπωρεί όσους στερούνται ιδιόκτητης κατοικίας. Ήδη, το ποσοστό αυτών που κατοικούν σε ιδιόκτητη κατοικία έχει μειωθεί από 81% σε 68%. Παράλληλα, όσοι δεν διαθέτουν επαρκή οικονομικά μέσα για την ενοικίαση κατάλληλης κατοικίας, ιδίως τα νέα ζευγάρια, αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, γεγονός που οδηγεί και στην αποτροπή απόκτησης παιδιών λόγω της έλλειψης κατάλληλων συνθηκών. Το πρόβλημα αυτό συμβάλλει στο λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα λόγω υπογεννητικότητας, καθώς οι θάνατοι στη χώρα μας υπερβαίνουν πλέον τις γεννήσεις.
Χαρακτηριστική, μολονότι παλιά, είναι η παρακάτω περίπτωση.
Ο Τίμος Μωραΐτίνης (1875-1952), πολύ γνωστός θεατρικός συγγραφέας, εκδότης, δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και ποιητής, του οποίου η προτομή βρίσκεται στην Πλατεία Ραλλούς Μάνου στη Λεωφόρο Αμαλίας, είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ από την κάθε Σεπτέμβριο αναζήτηση στέγης —καθώς οι ιδιοκτήτες τού έκαναν έξωση— που ζήτησε να χαραχθεί στον τάφο του η επιγραφή «Επιτέλους εστεγάσθην», σαν κραυγή ανακούφισης και αυτοσαρκασμού. Ο τάφος του υπάρχει ακόμα στην πρώτη ζώνη του Α΄ Νεκροταφείου της Αθήνας και, λόγω του μαύρου χιούμορ της ταφικής επιγραφής, περιλαμβάνεται στις ξεναγήσεις σε επώνυμους τάφους, ώστε οι επισκέπτες να γνωρίσουν, μέσα από τα ταφικά μνημεία, τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Το πρόβλημα εξεύρεσης κατοικιών προς ενοικίαση απαιτεί άμεση λύση, πριν εξελιχθεί σε κοινωνικό πρόβλημα με επιπτώσεις στο δημογραφικό ζήτημα της χώρας. Ολόκληρο το ζήτημα παρουσιάζει πολλές παραμέτρους, όμως η άμεση λύση εξαρτάται από τη διακύμανση της καμπύλης προσφοράς και ζήτησης κατάλληλων και προσιτών κατοικιών, με τη διευκρίνιση ότι η προσφορά κατοικιών είναι δεδομένη για τεχνικούς λόγους. Επιπλέον, όπως φαίνεται, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν επαρκούν για την προώθηση άλλων ακινήτων στην αγορά.
Ο μεγάλος αριθμός των κενών διαμερισμάτων οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι πολλά από αυτά βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση και χρειάζονται πολυδάπανες επισκευές, οι οποίες δύσκολα αποσβένονται. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν πολλοί συνιδιοκτήτες που δεν συμφωνούν στις αναγκαίες ενέργειες. Κυρίως, όμως, οι μικροϊδιοκτήτες κενών διαμερισμάτων έχουν πικρή πείρα από προηγούμενες μισθώσεις, κατά τις οποίες οι ενοικιαστές είτε εγκατέλειψαν το ακίνητο αφήνοντας μεγάλα χρέη από ενοίκια και κοινόχρηστα, είτε προκάλεσαν καταστροφές στους εσωτερικούς χώρους, οδηγώντας σε μακρόχρονες δικαστικές διαδικασίες με τεράστιες δαπάνες για δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές.
Επιπλέον, τα μη εισπραχθέντα μισθώματα θεωρούνται εισόδημα και φορολογούνται, πέραν του κινδύνου ο νέος μισθωτής να αποδειχθεί μη φερέγγυος. Πρέπει, επομένως, να καταρτιστεί ένας μαύρος πίνακας, ώστε οι ενοικιαστές που αφήνουν φέσια να μην μπορούν να ενοικιάσουν άλλο ακίνητο.
Η Πολιτεία προσπαθεί με διάφορα προγράμματα, όπως το «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», το «Σπίτι 1» και το «Σπίτι 2», να επιλύσει το στεγαστικό πρόβλημα, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Φοβάμαι, δε, ότι και τα μέτρα που μόλις εξαγγέλθηκαν —όπως το επίδομα 250 ευρώ ετησίως στους μισθωτές και η έκπτωση έως 16.000 ευρώ για επισκευές σε προς ενοικίαση ακίνητα— δύσκολα θα αποδώσουν, διότι οι αποτρεπτικοί παράγοντες για τους ιδιοκτήτες ώστε να ρίξουν ακίνητα στην αγορά είναι πολλοί, μερικούς από τους οποίους ανέφερα παραπάνω.
Σαφώς, όμως, πρέπει να επιλυθεί το στεγαστικό πρόβλημα, τόσο για την αποφυγή κοινωνικών επιπτώσεων όσο και για τη συνδρομή στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
*
Λέανδρος Τ. Ρακιντζής Αρεοπαγίτης ε.τ.