Η τέχνη θεωρείται επικίνδυνη όταν μιλάει για το συλλογικό, όταν αλλάζει χρώματα και μορφές στα ιερά μας.
«Κατάφερα, χωρίς να είναι σκόπιμο, χωρίς να θέλω να πουλήσω ή να προκαλέσω, να μπω στο ασυνείδητο ενός συγκεκριμένου κοινού που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ασχοληθεί μαζί μου.», είπε ο καλλιτέχνης Χριστόφορος Κατσαδιώτης, λίγες μέρες μετά την επίθεση στα έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη.[1] Και πράγματι, το έργο του, άθελά του, άγγιξε ένα βαθύ και αθέατο νεύρο: εκεί όπου η τέχνη συναντά την ταυτότητα, τη θρησκεία, τα εθνικά σύμβολα.
Η πράξη του βανδαλισμού και η απόσυρση του έργου από το μουσείο δεν είναι μεμονωμένα συμβάντα. Ανήκουν σε ένα μεγαλύτερο ερώτημα, που διατρέχει περιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο: στον τρόπο που οι κοινωνίες, οι θεσμοί και οι πολιτιστικοί φορείς αντιδρούν όταν η τέχνη ”διαβάζεται” ως απειλή. Τι αποκαλύπτουν αυτές οι αντιδράσεις για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σύγχρονη τέχνη και ποιος είναι ο ρόλος των μουσείων;
Η πράξη του βουλευτή της «Νίκης» που πέταξε τα έργα στο πάτωμα, και η απόφαση του μουσείου να τα αποσύρει λίγο μετά, δεν μπορούν να ιδωθούν ξεχωριστά. Η δεύτερη δεν είναι απλώς συνέχεια της πρώτης – είναι επιβεβαίωση ενός φόβου. Αλλά όχι του ίδιου φόβου. Ο βουλευτής κινήθηκε από τον φόβο του συμβολικού τραύματος. Μια τέχνη που αποδομεί το ιερό, που θολώνει το καθιερωμένο, γίνεται στα μάτια του απειλή. Είναι κάτι που πρέπει να εξαφανιστεί, να πεταχτεί.
Το μουσείο, αντίθετα, κινήθηκε από τον φόβο του θεσμικού πλήγματος. Όχι από ιδεολογική ταύτιση, αλλά από ανάγκη επιβίωσης: να προστατεύσει τους εργαζόμενους, τα έργα, το ίδιο του το κύρος. Δεν είναι μικρός αυτός ο φόβος. Είναι ο φόβος της παρεξήγησης, του σκανδάλου, της πολιτικής πίεσης. Δύο διαφορετικοί φόβοι: ο φόβος της εικόνας και ο φόβος της ευθύνης. Ο πρώτος καταστρέφει. Ο δεύτερος αποσύρει. Και κάπως έτσι, με διαφορετικά κίνητρα, φτάνουμε στο ίδιο σημείο: η τέχνη απουσιάζει.
Αυτό έχει ηθικό βάρος. Γιατί η απόσυρση —έστω και με τις καλύτερες προθέσεις— δεν είναι ουδέτερη πράξη. Ορίζει όρια. Στέλνει μήνυμα. Καθιερώνει πλαίσιο. Και το πλαίσιο που καθιερώνεται εδώ είναι ένα πλαίσιο όπου η τέχνη είναι ευπρόσδεκτη, εφόσον δεν ταράζει. Εφόσον δεν αναμετριέται με τη μνήμη, με την πίστη, με το σώμα της κοινωνίας. Κι αυτό, αργά ή γρήγορα, φτωχαίνει τον ίδιο τον θεσμό που την φιλοξενεί.
Κι όμως, δεν θα στεκόμουν σε αυτό, αν ήταν απλώς ένα κομματικό επεισόδιο. Το Δεκέμβριο του 2023, η ροζ σημαία της Γεωργίας Λαλέ, φτιαγμένη από σεντόνια κακοποιημένων γυναικών, αποσύρθηκε από ελληνικό προξενείο στη Νέα Υόρκη κατόπιν απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη επειδή κρίθηκε ότι δεν συνάδει με το σεβασμό στο εθνικό σύμβολο.[2] Και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο μοτίβο: η τέχνη θεωρείται επικίνδυνη όταν μιλάει για το συλλογικό, όταν αλλάζει χρώματα και μορφές στα ιερά μας.
Κι όμως, αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο ελληνικό. Αγγίζει την παγκόσμια επικαιρότητα και το πνεύμα της εποχής. Ζούμε μια περίοδο όπου οι κοινωνίες δεν είναι μόνο πολιτικά ή πολιτισμικά διχασμένες — είναι υπαρξιακά εύθραυστες. Τα μουσεία, όπως και άλλοι θεσμοί, λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι συμβολισμοί έχουν γίνει εμπρηστικοί και η οποιαδήποτε θέση μπορεί να ερμηνευτεί ως στρατόπεδο.
Πίεση δεν ασκείται μόνο από το κράτος ή το εκάστοτε κοινό. Ασκείται από τη διαρκή ανάγκη να ισορροπηθούν αντιφατικές προσδοκίες: η ελευθερία της τέχνης, η κοινωνική αποδοχή, η πολιτική ουδετερότητα, η ανάγκη για χρηματοδότηση, η διατήρηση ενός ρόλου στο δημόσιο πεδίο.
Αυτό δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό. Είναι σύμπτωμα της εποχής. Σε ένα τοπίο πολιτικά και ιδεολογικά διχασμένο, οι πολιτιστικοί θεσμοί καλούνται να ισορροπούν μεταξύ ελευθερίας και ”κανονικότητας”, μεταξύ πρόκλησης και αποδοχής.
Το πρόβλημα είναι διεθνές. Στο Royal Academy of Arts στο Λονδίνο, έργο αφαιρέθηκε από έκθεση επειδή θεωρήθηκε ότι ασκούσε κριτική στο Ισραήλ. Το Βρετανικό Μουσείο δέχεται πίεση λόγω της επιχορήγησης από την BP, κατηγορούμενο ότι αποφεύγει να πάρει θέση σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η National Endowment for the Arts αναμόρφωσε πρόσφατα τα χρηματοδοτικά της κριτήρια, περιορίζοντας τη στήριξη σε έργα που απευθύνονται σε υποεκπροσωπούμενες κοινότητες, στο πλαίσιο νέας πολιτικής προτεραιότητας.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το κεντρικό θέμα είναι οι αποφάσεις των θεσμών. Πώς αντιδρούν, πού υποχωρούν, τι επιλέγουν να διατηρήσουν και τι αποσιωπούν. Η κάθε πράξη —απόσυρση, ακύρωση, αναδιάταξη— είναι θέση που αφήνει ίχνος στον πολιτισμό.
Δεν είναι εύκολο να διοικείς έναν πολιτιστικό οργανισμό σήμερα. Οι πιέσεις είναι πολλές, οι ισορροπίες εύθραυστες. Το κοινό είναι διχασμένο, οι χορηγοί προσεκτικοί, οι πολιτικές εντάσεις διαρκείς. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό, τα μουσεία οφείλουν να αναπτύξουν σταθερότητα και θεσμική αυτοπεποίθηση. Όχι για να προκαλούν. Αλλά για να προστατεύουν. Όχι μόνο τα έργα, αλλά το πλαίσιο που επιτρέπει στην τέχνη να υπάρξει.
Γιατί αν κανείς δεν το κάνει αυτό, οι καλλιτέχνες θα μένουν μόνοι και η σύγχρονη τέχνη δεν θα προχωρά — θα μαζεύεται. Και τότε, το μόνο που θα εκτίθεται στους τοίχους δεν θα είναι δημιουργία, θα είναι φόβος.
[1] Μποζώνη Αργυρώ (2025), «Tα έργα μου είναι σκοτεινά, αλλά δεν τα έχω σκεφτεί ποτέ ως προκλητικά», LiFO.gr. Available at: https://www.lifo.gr/culture/eikastika/ta-erga-moy-einai-skoteina-alla-den-ta-eho-skeftei-pote-os-proklitika (Accessed: 01 April 2025)
[2]Newsroom (2023), «Ροζ ελληνική σημαία: Ανοιχτή επιστολή στήριξης στη Γεωργία Λαλέ», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Available at: https://www.kathimerini.gr/culture/562793860/roz-elliniki-simaia-anoichti-epistoli-stirixis-sti-georgia-lale/ (Accessed: 01 April 2025).