Σε αυτή τη συνέντευξη, η Βάσια Στυλιανίδη και ο Νίκος Χατζηγιαννάκης μιλούν για τη διαφορά ανάμεσα στο «καλό» και το «επιτυχημένο», το βάρος της μνήμης και τις αόρατες αποφάσεις που κάνουν ένα ξενοδοχείο να μένει στη σκέψη.
«Το φως εξόδου μπορεί να χαλάσει τον ύπνο σας». Το design δεν είναι θεωρία, αλλά εμπειρία με λεπτομέρειες. Από αυτήν, μέχρι τη διαχείριση του κάθε τετραγωνικού, η αρχιτεκτονική των WOBI Architects και εντυπωσιάζει και λειτουργεί. Σε αυτή τη συνέντευξη, η Βάσια Στυλιανίδη και ο Νίκος Χατζηγιαννάκης μιλούν για τη διαφορά ανάμεσα στο «καλό» και το «επιτυχημένο», το βάρος της μνήμης και τις αόρατες αποφάσεις που κάνουν ένα ξενοδοχείο να μένει στη σκέψη.
Ποια είναι τα βασικότερα «μαθήματα» που πήρατε από την πολυετή εργασία σας στο σχεδιασμό ξενοδοχείων;Ποια είναι τα βασικότερα «μαθήματα» που πήρατε από την πολυετή εργασία σας στο σχεδιασμό ξενοδοχείων;
Βάσια: Ίσως ότι οι ιδέες μπορούν να αλλάζουν αλλά η χρήση είναι η ίδια, η
ουσία είναι η ίδια: η εξυπηρέτηση/ικανοποιηση του πελάτη και ένας ωραίος ύπνος σε καλές συνθήκες. Ίσως το ότι δεν μπορείς να ικανοποιήσεις τους πάντες, σε ένα δωμάτιο ή σε ένα lobby. Μετράει επίσης πολύ η λειτουργική επιτυχία του έργου για τον ιδιοκτήτη.
Έτσι λοιπόν, ένα μάθημα είναι ότι δεν υπάρχει μια ιδανική και μοναδική λύση στο σχεδιασμό, σίγουρα υπάρχουν «καλύτερες» – «σωστότερες» λύσεις και τοποθετήσεις ενός κτιρίου στο άμεσο περιβάλλον του, αλλά η κρίση του αρχιτέκτονα-σχεδιαστή θα καθορίσει το μέλλον του.
Έχω μάθει ακόμα πως οι συνεργασίες αποδίδουν και όταν μάλιστα είναι καλές συνεργασίες έχουν μοναδικά αποτελέσματα στη σχέση σχεδιασμού και λειτουργίας και την μετατροπή των ιδεών σε επιτυχημένη εφαρμογή. Τέλος, μάθαμε την αξία της μεταλαμπάδευσης της γνώσης από τις μεγαλύτερες γενιές. Δεν ήμασταν ποτέ αλλαζόνες και ισχυρογνώμονες.


Νίκος: Κάθε ξενοδοχείο είναι μοναδικό, καθώς διαμορφώνεται από παράγοντες όπως ο σχεδιασμός, η χρήση, η τοποθεσία και το προφίλ του πελάτη. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι να συνθέτει όλα αυτά, προβλέποντας παράλληλα μελλοντικές ανάγκες ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού.

Γνωρίζετε τα όνειρα του ταξιδιώτη αλλά και τα operations. Υπάρχει λοιπόν το τέλειο, αρμονικό δωμάτιο ξενοδοχείου και ποιο είναι αυτό; Επίσης, ποιο είναι το μεγάλο λάθος που δεν πρέπει να κάνουν οι ξενοδόχοι;
Βάσια: Σίγουρα μπορεί να υπάρξει ένα δωμάτιο αρμονικό – αλλά δεν είμαι σίγουρη πως μπορεί να υπάρξει το «τέλειο» δωμάτιο. Ο καθένας βιώνει διαφορετικά έναν χώρο, και έτσι η τελειότητα είναι πάντα υποκειμενική. Αν δεχτούμε ότι δεν υπάρχει το «τέλειο» στη ζωή μας, γιατί να υπάρχει στον
κτιστό χώρο;
Είναι μάλλον πιο ρεαλιστικό να βρει κανείς ένα μικρό ελάττωμα, παρά να
μην έχει τίποτα να σχολιάσει. Μπορεί να σε ξενερώσει ακόμη και κάτι μικρό, όπως το δυνατό φως του σήματος εξόδου πάνω από την πόρτα – αν δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, όλα τα υπόλοιπα χάνουν τη σημασία τους: το τέλειο στρώμα, το μαξιλάρι, η θέα.
Μεγάλο λάθος από πλευράς ξενοδόχων είναι να θεωρούν ότι όλοι οι πελάτες θα μείνουν ικανοποιημένοι ή ότι μπορούν (ή πρέπει) να απαντήσουν σε κάθε αρνητικό σχόλιο. Κι επίσης, να υπερεκτιμούν το προϊόν τους: όταν ζητούν υψηλές τιμές χωρίς να τις στηρίζουν με αντίστοιχες παροχές.

Νίκος: Το ιδανικό δωμάτιο είναι άνετο, απλό και πρακτικό. Η λειτουργικότητα μετράει περισσότερο από περίπλοκα τεχνολογικά συστήματα που τελικά μπορεί να δυσκολεύουν τη χρήση.
Παρότι έχουν γίνει προσπάθειες να αλλάξει η κλασική κάτοψη, το πιο αποδοτικό layout παραμένει το παραδοσιακό — με σωστή εξοικονόμηση χώρου και καθαρή οργάνωση.
Η αναζήτηση της μοναδικότητας οδηγεί συχνά σε εναλλακτικά σενάρια, όπως ανοιχτές ντουλάπες ή ασύμμετρες θέσεις για το κρεβάτι. Ωστόσο, αυτές οι παρεμβάσεις δεν πετυχαίνουν πάντα στον τρόπο που τελικά ζει κανείς τον χώρο.

Έχοντας παρακολουθήσει για χρόνια την πορεία του ελληνικού τουρισμού – και βέβαια της αντίστοιχης δόμησης, για το μέλλον δίνετε ψήφο εμπιστοσύνης στο resort ή στο μπουτίκ; Υπό ποιες προϋποθέσεις.
Βάσια: Για το μέλλον της φιλοξενίας στην Ελλάδα, θα προτιμούσα να δούμε λιγότερα νέα υπερμεγέθη resorts και περισσότερη φροντίδα για ό,τι ήδη υπάρχει. Ακόμα κι αν ενταχθούν στο τοπίο με ευαισθησία, τέτοια μεγέθη αλλοιώνουν οριστικά τον χαρακτήρα του φυσικού περιβάλλοντος. Η επανάχρηση υφιστάμενων ή εγκαταλελειμμένων μονάδων – με στοχευμένες επεκτάσεις όταν χρειάζεται – είναι για μένα η πιο ώριμη αρχιτεκτονική στάση.

Αντίθετα, στα boutique ξενοδοχεία των πόλεων, που συχνά εντάσσονται σε δυσάρεστο αστικό ιστό, θα ήθελα να βλέπω νέα, αρχιτεκτονικά αξιόλογα κτίρια. Εκεί, μια σωστά μελετημένη νέα κατασκευή μπορεί να αναβαθμίσει την εικόνα της πόλης, προσφέροντας σύγχρονες εμπειρίες σε μικρή κλίμακα.


Με αφορμή την ανακαίνιση διαμερίσματος στο Παγκράτι, Υπάρχουν στοιχεία από το «προσωρινό σπίτι» – το ξενοδοχείο που μπορούν να μεταφερθούν στην κατοικία; Ποια είναι αυτά;
Βάσια: Ναι, υπάρχουν αρχιτεκτονικές και τεχνολογικές λύσεις που αξίζει να υιοθετηθούν και στα σπίτια μας, ιδίως όταν πρόκειται για μικρά διαμερίσματα, όπως αυτό στο Παγκράτι, που προορίζονται για περιοδική διαμονή. Ενεργειακοί διακόπτες, ατμοσφαιρικός φωτισμός, ένα απλό ηχοσύστημα ή ένας master switch, μπορούν να ενσωματωθούν με μέτρο, εξοικονομώντας ενέργεια χωρίς να περιπλέκουν τη χρήση του χώρου.
Εξίσου πρακτική είναι η επιλογή κουρτινών συσκότισης αντί των συνηθισμένων λινών υφασμάτων, που συχνά επιλέγονται στα σπίτια χωρίς να εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες.


Ας παραμείνουμε στο κέντρο της Αθήνας και ας μεταβούμε σε ένα νεοκλασικό στην οδό Κολοκοτρώνη. Τα κτίρια του χθες, είναι τα κτίρια του αύριο; πώς μπορεί ένας αρχιτέκτονας να δει δημιουργικά και να μεταμορφώσει ένα κτίριο διατηρώντας την πρόσοψη;
Βάσια: Η διατήρηση της όψης ενός διατηρητέου κτιρίου δεν είναι απλώς πράξη σεβασμού προς το παρελθόν· ενισχύει αισθητικά και το ίδιο το σπίτι και τον αστικό ιστό. Αν αντιμετωπιστεί ως σκηνικό, επιτρέπει ελευθερία στην πλήρη αναδιαμόρφωση του εσωτερικού — αναλόγως πάντα του βαθμού χαρακτηρισμού.
Έχουμε ανακαινίσει πολυάριθμα διατηρητέα με αυτό το σκεπτικό — από το Excelsior στη Θεσσαλονίκη και τον Ηριδανό στην Πειραιώς, έως κατοικίες στον Λυκαβηττό και στα Εξάρχεια με καθ’ ύψος επεκτάσεις και νέες αυλές. Σε κάθε περίπτωση, επιδιώκουμε έναν δημιουργικό συνδυασμό παλιού και νέου, ώστε ο σύγχρονος σχεδιασμός να αναδεικνύει —και όχι να επισκιάζει— την αρχιτεκτονική ταυτότητα του κτιρίου.
Ένα «πονεμένο» θέμα σχετικά με τα κτίρια της πόλης, αφορά στο απόθεμα του μεσοπολέμου, που χάνεται. Πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε να μεταχειριστούμε δημιουργικά και να επαναφέρουμε στο παρόν και αυτά τα κτίρια και αν ναι, με ποιους τρόπους;
Βάσια: Ναι, είναι πονεμένη ιστορία – ίσως περισσότερο για όσους έχουν ευαισθησία απέναντι στο παρελθόν. Δεν είμαι σίγουρη πόσο αφορά τελικά τις νεότερες γενιές· σίγουρα υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά γενικά η ιστορία του τόπου δείχνει να χάνεται από το συλλογικό ενδιαφέρον.
Η επανάχρηση παλιών κτιρίων θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή στο δομημένο περιβάλλον μας, αν υπήρχε σοβαρή κρατική υποστήριξη: απλές και γρήγορες εγκρίσεις, λογικές απαιτήσεις, διασύνδεση υπηρεσιών. Πιστεύω ότι τα μεγάλα κτίρια πετυχαίνουν περισσότερο όταν αποκτούν δημόσιο χαρακτήρα — όπως το ΕΜΣΤ ή το πρώην Καπνεργοστάσιο στη Λένορμαν, που στεγάζουν πολιτισμό και ζωή.
Ακόμη και η κατοίκηση μπορεί να συμβάλει, όταν συνδυάζεται με εξωστρεφείς χρήσεις. Στο εξωτερικό υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα: φυλακές, κάστρα, εργοστάσια, που μετατράπηκαν σε λειτουργικά σύνολα χωρίς να χαθεί η μνήμη τους.

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για
την Μάνη. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να χτίζουμε σε αυτό το ιδιαίτερο
τοπίο;
Νίκος: Η Μάνη είναι ένας τόπος με ισχυρό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και με ανθρώπους ανάλογους. Από τη μία, υπάρχει η επιλογή της μίμησης: οι πύργοι, τα μικρά ανοίγματα, οι λιθοδομές. Από την άλλη, η δική μας προσέγγιση στηρίζεται στον σεβασμό – όχι αντιγραφή, αλλά μια σύγχρονη γλώσσα που στέκεται διακριτικά δίπλα στην παλαιά. Οι μορφές θυμίζουν, χωρίς να επαναλαμβάνουν. Οι αναλογίες παραμένουν συγγενείς, όχι όμως και τα υλικά ή η λογική κατασκευής.
Δεν θέλουμε να ξεχωρίσουμε, αλλά ούτε να υποταχθούμε. Η μίμηση κινδυνεύει να παράγει απομιμήσεις – μια φτωχή αντήχηση του πρωτοτύπου. Προτιμούμε έναν διάλογο ισορροπίας, όπου το παλιό και το νέο διατηρούν την αξιοπρέπειά τους.


Τι σας έχει αγγίξει περισσότερο στην πολιτιστική κληρονομιά και το συμβολισμό του Καστελόριζου; Τι έργα δουλεύετε αυτή τη στιγμή εκεί;
Βάσια: Στο Καστελόριζο, τα έργα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά αναστηλώσεις κατοικιών. Σε έναν τόσο μικρό τόπο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη κτισμάτων. Συνήθως πρόκειται για ερείπια – τέσσερις τοίχοι – που αναπαλαιώνονται με σεβασμό στην αρχική μορφή και παραδοσιακές τεχνικές. Το εσωτερικό αφήνει περιθώριο ελευθερίας στον πελάτη, αλλά οι περισσότεροι επιλέγουν να κινηθούν σε πιο παραδοσιακή αισθητική, κι αυτό κρατά το έργο εντός κλίμακας και πνεύματος του τόπου. Το Καστελόριζο για μένα είναι κάτι παραπάνω από αρχιτεκτονική. Είναι μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που έφυγε, ιδίως τη δεκαετία του ’40, αλλά ποτέ δεν το ξέχασε. Όσοι επέστρεψαν, το τιμούν και το αγαπούν, κυρίως για την ιστορία του. Κομμάτι αυτής της κληρονομιάς είναι και η αρχιτεκτονική του: τα χρωματιστά σπίτια γύρω από το λιμάνι, αμφιθεατρικά τοποθετημένα, με το κάστρο και το βουνό να δημιουργούν ένα σκηνικό με ενέργεια και αγριότητα. Παρά την τουριστική του ανάπτυξη, ο οικισμός παραμένει αναγνωρίσιμος. Το μέτρο της παρέμβασης έχει
κρατηθεί — προς το παρόν. Αν υπήρχε και λίγο περισσότερη φροντίδα στην
καθαριότητα, θα μιλούσαμε για ένα σπάνιο παράδειγμα αυθεντικότητας.
Μία βίλα στην Εύβοια δίνει ένα μοναδικό παράδειγμα συνδυασμού design και οικοσυστηματικής θα λέγαμε, αυτάρκειας. Πείτε μας περισσότερα για αυτό.
Νίκος: Η πρόθεση ήταν να εναρμονιστεί το όνειρο του πελάτη, μια εσωστρεφής απόσυρση, με τη λειτουργία του χώρου ως καταφυγίου διαλογισμού, πλήρως ενταγμένου στο τοπίο. Στη βάση ενός πευκοδάσους, η αρχιτεκτονική μορφή διαμορφώθηκε ως μια γεωμετρία που μοιάζει να αναδύεται από τη γη. Ένα καταφύγιο που δεν επιβάλλεται, αλλά υποστηρίζει αθόρυβα τη χρήση του.

Ας κλείσουμε τέλος με τα γραφεία. Τα τελευταία χρόνια είδαμε εντυπωσιακά κτίρια, εντυπωσιακά interiors. Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας θα κάνει ένα γραφείο να ξεχωρίσει;
Νίκος: Ένα αρχιτεκτονικό γραφείο ξεχωρίζει όταν παραμένει σταθερό σε τρία επίπεδα: εξαιρετικός σχεδιασμός, ισχυρές σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες και μια συνεκτική, διακριτή ταυτότητα. Η συνέπεια σε αυτούς τους άξονες είναι δείγμα ποιότητας — όχι απαραίτητα επιτυχίας. Γιατί άλλο πράγμα είναι να ξεχωρίζεις, κι άλλο να χτίζεις ένα πραγματικά επιτυχημένο γραφείο: με διάρκεια, ικανότητα διαχείρισης και ανάπτυξης, υγιή οικονομικά και επίγνωση της αγοράς.

