Στις 12 Απριλίου είχα την ευκαιρία να πραγματοποιήσω το ταξίδι που πάντα ονειρευόμουν στην Ινδία και να μάθω περισσότερα για αυτή τη μαγική χώρα του παραμυθιού για την οποία γράφω άρθρα και πολιτικές αναλύσεις. Αυτή τη φορά, ήθελα να δω την Ινδία υπό διαφορετικό πρίσμα, αυτό της κουλτούρας, του πολιτισμού και των ανθρώπων που συνθέτουν αυτή την τόσο διαφορετική, παράξενη και όμορφη χώρα.
Το ταξίδι μου ξεκίνησε από την πρωτεύουσα, το Νέο Δελχί και μπορώ να πω ότι από την αρχή, από τα πρώτα λεπτά που το αυτοκίνητο με μετέφερε εκτός ξενοδοχείου βρέθηκα αντιμέτωπη με μία νέα, παράλληλη, πολύχρωμη πραγματικότητα. Στους πολυσύχναστους δρόμους του Δελχί το ασταμάτητο πάτημα της κόρνας αγκάλιαζε το ανθρωπομάνι που μπλεκόταν με τα αυτοκίνητα. Πεζοί και αυτοκίνητα μονίμως χόρευαν μαζί, ένιωσα ότι βρέθηκα σε ένα σύμπαν τρέλας, συνύπαρξης και αποδοχής.
Στο Δελχί επισκέφτηκα το Μουσείο Ιστορίας και εκεί ήταν για μένα το σημείο που άρχισε να ξετυλίγεται ο μίτος της ανακάλυψης του πολιτισμού αυτών των διαφορετικών ανθρώπων. Όπως λέει αυτοσαρκαζόμενος ο φίλος μου ο Vishal, για τους συμπατριώτες του τους Ινδούς, «έχουμε τόσες πολλές φορές επιβιώσει από καταστροφές και πολέμους, που πλέον έχουμε μάθει να διαχειριζόμαστε το χάος και να ζούμε με αυτό». Ξεκίνησα το ταξίδι ανακάλυψης της Ινδίας, από το μουσείο, όπου κατάλαβα ότι ο ινδικός πολιτισμός είναι ένας από τους αρχαιότερους πολιτισμούς στον κόσμο καθώς ήδη από τη νεολιθική εποχή στην Ινδία ξεκίνησαν να τίθενται οι βάσεις της οργάνωσης του κράτους, της θρησκείας και της τέχνης.
Στη συνέχεια στο Δελχί επισκέφτηκα την Πύλη της Ινδίας. Η Πύλη της Ινδίας η οποία βρίσκεται στην καρδιά του Νέου Δελχί, περίπου 2,3 χλμ από το Ραστραπάτι Μπαβάν, είναι ένα πολεμικό μνημείο αφιερωμένο στη μνήμη των στρατιωτών του Ινδικού Στρατού που πέθαναν κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ 1914 και 1921. Οι κάτοικοι του Δελχί και οι τουρίστες συγκεντρώνονται στους κήπους που περιβάλλουν το μνημείο μετά τη δύση του ηλίου για ένα χαλαρό περίπατο. Απολαμβάνουν ο ένας την παρέα του άλλου, κάτω από τον ειδυλλιακό φωτισμό που έχει κάθε απόγευμα η πύλη της Ινδίας και ο κήπος γύρω από αυτήν. Αυτό το σημείο συνάντησης είναι δύσκολο να περιγραφεί με λόγια καθώς είναι σαν μόλις πέφτει ο ήλιος , αυτό που φαίνεται είναι ένα πολύχρωμο χαλί ανθρώπων που μετακινείται, γελάει και μοιράζεται στιγμές.
Στο Δελχί με εντυπωσίασαν η φύση και τα χρώματα που υπάρχουν σε έντονο βαθμό. Παντού βλέπεις δέντρα και ανθρώπους να σέβονται τη φύση, να αγκαλιάζουν τον κορμό των δέντρων και να τους μιλούν, να αφήνουν κουβαδάκια με νερό για τις αγελάδες και να δίνουν κομμάτια από το σνακ τους στις μαϊμούδες. Είχα την ευκαιρία να περιηγηθώ στα πιο διάσημα φρούρια του Δελχί και να δω το Red Fort και το Purana Qila.

Ξετρελάθηκα με την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση τους που με έκαναν να αναθεωρήσω την περιοριστική αντίληψη για την ομορφιά που έχω προερχόμενη από τη Δύση. Η ομορφιά της ινδικής αρχιτεκτονικής είναι ένα πάντρεμα υλικών, πολιτισμών και τεχνοτροπιών. Μπορεί να περιέχει τόσα διαφορετικά στοιχεία αλλά έχει ταυτότητα.


Μετά την περιήγηση στο Δελχί, κινηθήκαμε προς την Άγκρα θέλοντας να επισκεφτούμε το Ταζ Μαχάλ. Τίποτα δε θα μπορούσε να με είχε προετοιμάσει για το συναίσθημα που ένιωσα όταν το αντίκρισα. Το Ταζ Μαχάλ, το λευκό μαυσωλείο που στέκει αγέρωχο στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα στην Άγκρα της Ινδίας αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία παγκοσμίως. Φτιαγμένο από πανέμορφο λευκό μάρμαρο μοιάζει να γίνεται άλλοτε χρυσό, άλλοτε ασημένιο, ανάλογα με το φως που αντανακλά. Η πιο σωστή στιγμή να το επισκεφθεί κανείς είναι την ώρα του δειλινού καθώς με την αντανάκλασή του στον ποταμό μοιάζει σαν να φλέγεται, μια φωτιά όμως που έχει ανάψει ακριβώς πάνω στο νερό. Το εντυπωσιακό μνημείο έλκει τις ρίζες του από την Δυναστεία των Μογγόλων, μία δυναστεία μουσουλμάνων αυτοκρατόρων που κυβέρνησαν την Ινδία από το 1526 έως το 1858.

Το Ταζ Μαχάλ το έχτισε ο Σαχ Τζαχάν Μογγόλος αυτοκράτορας (Σάχης) προκειμένου να τιμήσει τη πολυαγαπημένη του σύζυγο Μουμτάζ Μαχάλ που πέθανε το 1631 κατά τη διάρκεια τοκετού φέρνοντας στον κόσμο το 13ο τους παιδί. Η Μουμτάζ ήταν η αγαπημένη του Σαχ Τζαχάν επειδή αυτή κατάφερε να τον γεμίσει απογόνους σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες συζύγους του που δεν έφεραν στον κόσμο παιδιά. Επιπλέον ο αυτοκράτορας τόσο αγαπούσε τη Μουμτάζ που την έπαιρνε μαζί του στις εκστρατείες. Το μνημείο αυτό έμεινε στην καρδιά μου γιατί αφηγείται μία πολύ συγκινητική ιστορία έρωτα και πένθους ακριβώς όπως η ζωή που τα περιέχει όλα.
Μετά την Άγκρα και το Ταζ Μαχάλ πήγαμε στη Τζαιπούρ, τη ροζ πόλη την οποία αγάπησα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ινδία γιατί με εξέπληξε με την αυθεντικότητά της. Είναι γεγονός ότι όταν επισκέπτεσαι την επαρχία και όχι την πρωτεύουσα, κερδίζεις μια πιο αυθεντική εικόνα της χώρας. Αυτό ακριβώς αισθάνθηκα και εγώ στην Τζαιπούρ που με γέμισε εμπειρίες που δεν είχα ξαναζήσει και θα κουβαλάω πάντα ως μνήμη και ως έμπνευση που βγάζω στο χαρτί.
Στην Τζαιπούρ επισκέφθηκα έναν ναό Ινδουιστών και παρακολούθησα μία λειτουργία αφιερωμένη στο Θεό, το δημιουργό του Σύμπαντος, τον Κρίσνα. Μπορώ να πω ότι αυτή είναι η πιο βαθιά θρησκευτική εμπειρία που έχω ζήσει καθώς ανάμεσα στις δονήσεις του γκογκ και τα επαναλαμβανόμενα μάντρα που έβγαιναν από το στόμα των πιστών, ένιωσα για λίγο να βγαίνω από το σώμα μου και να βλέπω τον εαυτό μου να μας παρακολουθεί.

Στην Τζαιπούρ τα ξέχασα όλα και τα έμαθα από την αρχή. Ανέβηκα σε μια καμήλα που κόντεψε να με πετάξει κάτω, δοκίμασα το πιο ωραίο καυτερό φαγητό που έχω φάει ποτέ, μέθυσα με αρώματα, έκανα χένα στα χέρια μου, παρακολούθησα κουκλοθέατρο στα Ινδικά και γέλασα με την υπέροχη παράσταση και τους οργανοπαίχτες παρόλο που δεν καταλάβαινα τα λόγια.

Διάβασα τη Γκίτα και ένιωσα ότι πολλά από τα γιατί που χρόνια με βασάνιζαν, δεν είχαν τελικά και τόση αξία για να απαντηθούν. Η Τζαιπούρ ήταν για μένα ως ταξιδιώτη που έχει επισκεφθεί 20 χώρες η πιο συναρπαστική πόλη που έχω δει και αυτό γιατί μπορεί εύκολα να σε παρασύρει στο vibe της.

Η Ινδία είναι το ταξίδι που οφείλετε στον εαυτό σας αν νιώθετε ότι βρίσκεστε σε ένα σταυροδρόμι επιλογών, αν θέλετε να κάνετε αλλαγές στη ζωή σας αλλά σας κρατάει πίσω η επίπλαστη ασφάλεια που δημιουργεί το να βαλτώνεις. Δεν πρέπει να πάτε στην Ινδία με προκαταλήψεις όπως παραδείγματος χάριν ότι είναι πιο βρώμικη από τη Ευρώπη γιατί αν πάτε με προκαταλήψεις, τότε θα εστιάσετε στο να βρείτε εικόνες που θα επιβεβαιώσουν τις προκαταλήψεις σας. Μπορεί τα πεζοδρόμια να είναι ανακατεμένα με φύλλα και σκουπίδια μερικές φορές μα η φύση, και τα ζώα που βλέπεις παντού να κυκλοφορούν ελεύθερα σε αποζημιώνουν.

Είναι μία χώρα παράλογα όμορφη που αν είσαι σε φάση αναθεώρησης πραγμάτων, αν νιώθεις ότι είσαι έτοιμος για το επόμενο βήμα της πορείας σου θα σου δώσει την ώθηση που χρειάζεσαι. Στην Ινδία τα ξέχασα όλα αυτά που είχα αφήσει πίσω στην Ελλάδα τις μέρες που ήμουν εκεί. Αφέθηκα στο χαμόγελο των ανθρώπων και τις συζητήσεις που έκανα με τη γλώσσα του σώματος. Κράτησα τη γεύση του μάνγκο και την αίσθηση του εδώ και του τώρα που μου είχε λείψει να μπορώ να κρατήσω.

Ήταν ένα όνειρο θερινός νυχτός στο οποίο αφέθηκα στο να με συνεπάρουν τα λόγια ενός μάγου προφήτη που έλεγε τη μοίρα με τη βοήθεια ενός παπαγάλου, ένα όνειρο ανθρώπων που έχουν τη δύναμη να το ονειρευτούν τόσο από πολυτελείς ουρανοξύστες, όσο και από καυτά πεζοδρόμια που ξεκουράζονται πριν συνεχίσουν το ταξίδι της ζωής τους.
