Οι σχεδιαστές συνδυάζουν λειτουργικότητα και βιωσιμότητα δημιουργώντας εργονομικές σόλες με ανακυκλώσιμα υλικά. Κι αλήθεια από που βγήκε το όνομα σαγιονάρα;
Εξέχουσα θέση στις πασαρέλες πολλών μεγάλων οίκων απέκτησαν οι γνωστές σε όλους μας σαγιονάρες, οι οποίες φέτος προτείνονται σαν το απόλυτο παπούτσι για κάθε περίσταση. Με έμφαση στην ποιότητα των υλικών, των σχεδίων και των διακοσμητικών λεπτομερειών, οι σαγιονάρες αναβαθμίζονται από υπόδημα παραλίας και διακοπών σε ένα αστικό κομμάτι που συνδυάζεται σχεδόν με όλα.
Οι σχεδιαστές ξεκινώντας από την απλή βάση του σχεδίου έπαιξαν με τη φαντασία τους και δημιούργησαν ιδιαίτερα κομμάτια. Στην πασαρέλα του οίκου Chloe τις παρουσίασαν με πλαστικά ζελέ και τακούνι. Στη Loewe σχεδίασαν μια σαγιονάρα στο χρώμα του βουτύρου με έξυπνη λεπτομέρεια που παραπέμπει στο ντιζάιν των κλασικών τζιν. Στο fashion show του οίκου Alaia είδαμε μια άνετη έκδοση με τακούνια σε διάφορα εντυπωσιακά χρώματα. Τακούνι, αλλά στην αγαπημένη δερμάτινη εκδοχή, πρόσθεσε και ο οίκος Miu Miu, ενώ Issey Miyake και Prada Ferragamo αγκάλιασαν τον σχεδιαστικό μινιμαλισμό.

Άκρως εντυπωσιακές και πρωτότυπες εικόνες καταγράφηκαν και στο street style των εκθέσεων μόδας που έγιναν στην Κοπεγχάγη και στο Παρίσι. Την τάση συνυπόγραψαν οι φασιονίστας οι οποίες συνδύασαν τις σαγιονάρες τους με μακριές αστραφτερές φούστες, κοστούμια σε έντονα prints, αλλά και βραδινά φορέματα. Η αβίαστη αντίθεση που παρουσίασαν μας ταξίδεψε στο είδος της απλής κομψότητας που αντικρίζει κάποιος στη Γαλλική Ριβιέρα. Ανεξαρτήτως υλικού – δέρμα, σουέτ, καραβόσκοινο ή καουτσούκ – οι σαγιονάρες είναι η τρανταχτή απόδειξη ότι ακόμα κι ένα απλό υπόδημα μπορεί να κάνει τη διαφορά στις εμφανίσεις μας.
Είναι η πρώτη φορά που οι σαγιονάρες γίνονται αστικό κομμάτι; Σαφέστατα όχι. Στο κοντινό παρελθόν των ΄90s οι φωτογραφίες της Κάρολιν Μπίσετ Κένεντι έκαναν τον γύρο του κόσμου τότε, όταν – ως πρώτη «διδάξασα» – φορούσε τις δερμάτινες σαγιονάρες της και κυκλοφορούσε στους δρόμους του Σόχο. Το στυλ καταγράφηκε και η αξία των flip flops είχε ανεβεί κατακόρυφα μια και θεωρήθηκε κομμάτι βασικής καλοκαιρινής γκαρνταρόμπας.

Σαγιονάρα, flip flops ή….
Ευρέως οι σαγιονάρες ονομάζονται flip flops από τον ήχο που κάνουν όταν περπατάει εκείνος που τις φοράει. Σε διάφορα μέρη όμως έχουν άλλες ονομασίες. Στην Αυστραλία ονομάζονται στρινγκ, ενώ στη Νέα Ζηλανδία τζαντάλ που είναι η μετάφραση για τα σανδάλια στα γιαπωνέζικα. Στις Φιλιππίνες τα λένε τσινέλα, στην Ινδία σαπάλς, στη Λατινική Αμερική σανκλάς, ενώ στη Νότια Αφρική και στη Ζιμπάμπουε σλοπς ή πλακίς.
Στην Ελλάδα εναλλακτικά ονομάζουμε σανδάλια μόνο τα δερμάτινα και τα υπόλοιπα, που είναι με επίπεδη σόλα σε σχήμα Υ ανάμεσα στα δάχτυλα, τα ονομάζουμε παντόφλες για το σπίτι και σαγιονάρες. Λέγεται ότι την ονομασία σαγιονάρες την πήραμε από μια ταινία που είχε τον ομώνυμο τίτλο. Το έργο σκηνοθετημένο από τον Τζόσουα Λόγκαν το 1957, ήταν βασισμένο στο μυθιστόρημα “Sayonara” του συγγραφέα Τζέιμς Άλμπερτ Μίχενερ. Η υπόθεση αναφέρεται σε έναν Αμερικανό ηθοποιό (που υποδυόταν ο Μάρλο Μπράντο) ο οποίος ερωτεύεται μια Γιαπωνέζα, αλλά αναγκάζεται να την εγκαταλείψει. Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως και μαζί με αυτήν και οι γιαπωνέζικες παντόφλες που φορούσαν οι ηθοποιοί. Έτσι, ο γιαπωνέζικος χαιρετισμός «δάνεισε» τη λέξη στην ελληνική γλώσσα για διαφορετική χρήση.

Στους αρχαίους πολιτισμούς
Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μαρτυρούν την ύπαρξη σανδαλιών στη μορφή της σαγιονάρας από το 4.000 π.Χ. Στην Ευρώπη βρέθηκε ένα ζευγάρι φτιαγμένο από φύλλα παπύρου, το οποίο χρονολογείται περίπου 1.500 ετών. Τα σανδάλια κατασκευάζονταν από διάφορα υλικά. Στην αρχαία Αίγυπτο τα έφτιαχναν από πάπυρο και φύλλα φοίνικα. Οι Μασάι της Αφρικής από ακατέργαστο δέρμα. Στην Ινδία τα κατασκεύαζαν από ξύλο, ενώ στην Κίνα και την Ιαπωνία χρησιμοποιούσαν άχυρο ρυζιού.