όταν συμπεριλαμβάνεις στην πρότασή σου αδικήματα που δεν έχουν καμία νομική υπόσταση το μόνο που κάνεις είναι να υπονομεύεις την αξιοπιστία σου.
Πριν λίγες μέρες κατατέθηκε στη Βουλή η πρόταση προανακριτικής της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού για το έγκλημα των Τεμπών. Η πρόταση περιλαμβάνει εννέα αδικήματα.
Αυτά της ανθρωποκτονίας από ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, τη σωματική βλάβη από ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, την κακουργηματική πράξη των επικίνδυνων παρεμβάσεων κτλ και το αδίκημα της έσχατης προδοσίας.
Την πρόταση υπέγραψαν και κατέθεσαν οι βουλευτές της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης, της Πλεύσης Ελευθερίας και έξι ανεξάρτητοι που πρόσκεινται στον Στέφανο Κασσελάκη.
Δεν ξέρω πραγματικά αν έχει συμβεί σε άλλη προοδευμένη χώρα αλλά στην Ελλάδα συμβαίνει για πρώτη φορά, 32 βουλευτές να προσυπογράφουν και να φέρνουν στην βουλή μια πρόταση για προανακριτική ενός ιδιώτη, ενώ θα μπορούσαν να την υποβάλουν οι ίδιοι.
Και δεν είναι μόνο το περιεχόμενο της πρότασης που προκαλεί ερωτήματα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτή κατατέθηκε.
Η κυρία Καρυστιανού, ιδιώτης, εμφανίζεται ως η κινητήρια δύναμη ενός πολιτικού εγχειρήματος και 32 βουλευτές επιλέγουν να λειτουργήσουν σαν διαβιβαστές σε μία ιδιότυπη κοινοβουλευτική διαδικασία και όχι ως φορείς πολιτικής πρωτοβουλίας.
Η εικόνα είναι παράδοξη και αποκαρδιωτική.
Κόμματα και βουλευτές να διεκδικούν ρόλο τιμητή ενός προσώπου και να καταθέτουν την πρότασή του σαν να πρόκειται για μια αίτηση προς τα ΚΕΠ.
Καμία σοβαρότητα, κανένας σεβασμός στον κοινοβουλευτισμό. Το γεγονός δε ότι μια τέτοια πρόταση περιλαμβάνει ακόμη και το αδίκημα της έσχατης προδοσίας, λες και βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση ή μπροστά σε κάποια συνειδητή εθνική υπονόμευση, ξεφεύγει από τα όρια της ρητορικής υπερβολής και αγγίζει αυτά της μανίας.
Αναρωτιέμαι είναι τόσοι ανίκανοι οι 32 να συντάξουν οι ίδιοι μια πρόταση προανακριτικής, με τις ίδιες πάνω κάτω κατηγορίες αφού συμφωνούν με την πρόταση της κυρίας Καρυστιανού και να την φέρουν στην βουλή χωρίς να «σέρνονταν» πίσω από την ίδια;
Το άρθρο 86: (Δίωξη κατά μελών της Κυβέρνησης, Ειδικό Δικαστήριο) αναφέρει:
«Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Και συνεχίζει: «Η Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται – με την έννοια του συντάκτη της πρότασης και όχι του ταχυδρόμου – από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές».
Αντί οι 32 να σταθούν στο ύψος του ρόλου τους ως εκπρόσωποι του Έθνους, ως υπεύθυνοι συντάκτες και εισηγητές, παρουσιάζονται σαν μια ομάδα καλοσυνάτων βοηθών που κρατούν την τσάντα με τα έγραφα της κυρίας Καρυστιανού.
Εύχομαι να μην φτάσουμε στο σημείο βουλευτές να φέρνουν και προτάσεις νόμων ιδιωτών στην βουλή.
Αυτό το ετερόκλητο ΑριστεροΑκροΔεξιό συνονθύλευμα με Κωνσταντοπούλου, Βελόπουλο, Κασσελάκη και Νατσιό που έσπευσαν να υιοθετήσουν την πρόταση δεν νιώθουν ότι αυτογελοιοποιούνται;
Πώς μπορούν να μιλούν για έσχατη προδοσία χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτή η κατηγορία κουβαλά ένα βαρύτατο ιστορικό και νομικό φορτίο;
Όταν αποδίδεις αυτή την κατηγορία σε μια υπόθεση τραγωδίας που έχει ασφαλώς ποινικές ευθύνες τότε είτε δεν καταλαβαίνεις τι λες, είτε ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις και παίζεις βρώμικα.
Και στο τέλος κύριοι 32, αφού αποφασίσατε να είστε η ουρά της κυρίας Καρυστιανού και να μεταφέρετε στην Βουλή τις επιθυμίες της γιατί δεν την κάνετε αρχηγό σας; Αφού πιστεύετε τόσο πολύ στην βαρύτητα των λόγων της και στην πολιτική της οξυδέρκεια, γιατί να μην της δώσετε αυτόν τον ρόλο.
Αυτό είναι πιο αξιοπρεπές από το να είστε οι κλητήρες της.
Διαβάζοντας τα αδικήματα που αναγράφονται στην πρόταση της κυρίας Καρυστιανού ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα. Πίστευα ότι θα υπήρχαν σε αυτήν οι κατηγορίες για λαθρεμπόριο, για παράνομο φορτίο, για ξυλόλιο, για ηθική αυτουργία στην δολοφονία του άτυχου Καλογήρου, για τα βαγόνια που χάθηκαν, για τους 50 ακόμα νεκρούς που οι σωροί τους «εξαφανίστηκαν» μυστηριωδώς και τόσα άλλα.
Κι όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά.
Ούτε λέξη.
Ούτε νύξη.
Και όμως εμένα με είχατε πείσει ότι συνέβησαν όλα αυτά.
Ότι υπήρξαν.
Γιατί τα παραλείψατε.
Μήπως γιατί όλα όσα αφήσατε απ’ έξω, λένε περισσότερα απ’ όσα συμπεριλάβατε;
Η ανθρώπινη οδύνη της κυρίας Καρυστιανού που μετατρέπει το πένθος σε πολιτική παρέμβαση, όσο βαθιά και σεβαστή κι αν είναι, έχει υπερβεί προ πολλού το όριο του θύματος και της πενθούσας μάνας διεκδικώντας θεσμικό ρόλο χωρίς να έχει τις προϋποθέσεις.
Γιατί δεν μπορείς να «χτίζεις» πρόταση προανακριτικής, δηλαδή μια από τις πιο σοβαρές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, πάνω στην οργή της προσωπικής απώλειας και πολύ περισσότερο, με ποιο νομικό υπόβαθρο, με ποια λογική ποινικής προσέγγισης συμπεριέλαβε το αδίκημα της έσχατης προδοσίας.
Όταν το πένθος εργαλειοποιείται από τον ίδιο του τον φορέα, τότε δεν μιλάμε για δικαίωση των νεκρών, αλλά για αδυναμία στοιχειοθέτησης των υπαρκτών αδικημάτων.
Γιατί όταν συμπεριλαμβάνεις στην πρότασή σου αδικήματα που δεν έχουν καμία νομική υπόσταση το μόνο που κάνεις είναι να υπονομεύεις την αξιοπιστία σου.
Και οι νεκροί των Τεμπών ζητούν δικαίωση και όχι άσφαιρα πυρά, συνθήματα και συμβολισμούς.