Έγιναν τα παθήματα μαθήματα;
Μισό αιώνα μετά το μεγάλο έγκλημα του χουντικού πραξικοπήματος στην Κύπρο το 1974 και του τρόπου που εξελίχθηκε η Τουρκική απειλή, μερικά εύλογα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν είναι τα εξής: Υπάρχει γνώση, επίγνωση και συνειδητοποίηση των βαθύτατων προεκτάσεων της κυρίαρχης υποβόσκουσας αυτοκτονικής θέσης πως «το ένα δέκατο του Ελληνισμού κείται μακράν»;
Μισό αιώνα μετά το πραξικόπημα και την παράνομη εισβολή γιατί δεν εξισορροπήθηκαν στρατιωτικά τα παράνομα τουρκικά στρατεύματα; Πώς και πόσο λαμβάνεται υπόψη στην χάραξη εθνικής στρατηγικής το γεγονός ότι η Κύπρος της οποίας το 82% των νόμιμων κατοίκων είναι Έλληνες θεωρείται από πολλούς ως το σημαντικότερο γεωπολιτικό πεδίο του πλανήτη; Πώς συνδέονται τα ζητήματα αυτά με την ολοένα οξύτερη τουρκική απειλή;
Εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων η μη κατανόηση των αλληλένδετων στρατηγικών και γεωπολιτικών κριτηρίων και παραγόντων που αφορούν τον Τουρκικό αναθεωρητισμό εάν με τις προτεινόμενες δήθεν «λύσεις» η Κύπρος ενταχθεί στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας οι συνέπειες είναι βαθύτατων προεκτάσεων για το μέλλον του Ελληνισμού στο σύνολό του.
Η χούντα του 1967 και η παράνομη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Φρικτά οδυνηρές επέτειοι όπως το πραξικόπημα του 1974 απαιτείται να αποτελούν αφορμή υπόμνησης των κύριων και σημαντικών παθογενειών του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Το πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία αλλά καταληκτική κατάντια ενός ασυγκράτητου κατηφορίσματος του Μεταπολεμικού νεοελληνικού κράτος. Μεταξύ άλλων:
α) προηγήθηκε ο άχαρος και άσκοπος εμφύλιος μετά από τον οποίο εισήλθαμε σε μια φάση έντονων εμφύλιων διαιρέσεων
β) το 1955 συντελέστηκε το «διπλωματικό έγκλημα» της παρά τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λοζάνης αποδοχής από την Ελλάδα της Βρετανικής πρότασης για τριμερή με αποτέλεσμα την εμπλοκή της Τουρκίας στο κυπριακό
γ) ακολούθησε η αποδοχή της συμφωνίας της Ζυρίχης που σήμαινε επιτυχία του Βρετανικού διαίρει και βασίλευε και
δ) ακολούθησαν οι ιδεολογικές και κομματικές διαιρέσεις της δεκαετίας του 1960 που διευκόλυναν την έλευση της χούντας.
Τον Απρίλιο 1967 εκτελέστηκε πραξικόπημα που εγκαθίδρυσε ένα αδίστακτο δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα το οποίο τον Ιούλιο 1974 εκτέλεσε το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο, γεγονός που επικαλέστηκε η Τουρκία για να εισβάλει και να καταλάβει παράνομα πάνω από το ένα τρίτο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δημιούργησε παράνομα τετελεσμένα τα οποία, όπως έχουμε συχνά υπογραμμίζουμε οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1974,1975 και 1983 έκαναν σαφές ότι είναι παράνομα και ότι δεν πρέπει να αποτελέσουν βάση των διαπραγματεύσεων. Η Ελληνική πλευρά εκτός του ότι παράλειψε να εξισορροπήσει την Τουρκία, δέχθηκε να συνομιλεί στην βάση των παράνομων τετελεσμένων. Το αποτέλεσμα είναι πως οτιδήποτε συζητείται πλέον να οδηγεί σε δήθεν «λύσεις» που θα καθιστούν την Τουρκία επικυρίαρχο επί ολοκλήρου της Μεγαλονήσου
Με διαφορετικά λόγια, μετά από επτά χρόνια δικτατορίας και αβάστακτων συμφορών για τους πολίτες του Ελλαδικού κράτους, προκλήθηκε ακόμα ένα πλήγμα κατά Ελλήνων εκτός συνόρων. Αντίστοιχα και ανάλογα ή ίσως και πολύ χειρότερα από το 1922, το πραξικόπημα και η εισβολή του 1974 είχαν ως συνέπεια οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Κύπρου —και παρά το μεγαλειώδες ΟΧΙ κατά του σχεδίου Αναν το 2004— να συνεχίζουν να βρίσκονται σε τροχιά εκπλήρωσης των Τουρκικών σκοπών για έλεγχο ολόκληρης της Μεγαλονήσου. Για όσους δεν το γνωρίζουν αυτό το σκοπό δηλώνουν ξανά και ξανά οι Τούρκοι ηγέτες —για παράδειγμα ο Αχμέτ Νταβούτογλου πρώην πρωθυπουργός στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος»—, ενώ ο Ερντογάν πρόσφατα κατηγόρησε τον τότε πρωθυπουργό Ετσεβίτ ότι το 1974 παρέλειψε να καταλάβει όλη την Κύπρο.
Είναι κυριολεκτικά τουλάχιστον «περίεργο» εάν κάποιος δεν κατανοεί ή εθελοτυφλεί για το γεγονός ότι εάν τελικά γίνουν αποδεκτά τα παράνομα! Σχέδια κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργίας ενός μη βιώσιμου κρατιδίου που προτείνονται από τρίτους, οδηγούν σε πρώτη φάση σε ομηρία και στην συνέχεια εκδίωξη των Ελλήνων από την Μεγαλόνησο. Μισό αιώνα μετά εάν λόγος υπάρχει για να αναλύουμε αυτά τα ζητήματα είναι για να φωτιστεί το γεγονός που ήδη υπαινιχθήκαμε, ότι δηλαδή τα γεγονότα του 1967 και του 1974 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν το αποτέλεσμα μεταπολεμικών παθογενειών και το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι: Έγιναν τα παθήματα μαθήματα και πως προσανατολιζόμαστε προς πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές κατευθύνσεις;
Δημοκρατία, Ελευθερία, Εθνική Ανεξαρτησία
Όπως το έθεσε εύστοχα ο σημαντικότερος σύγχρονος διεθνολόγος Kenneth Waltz, η ανάλυση των αιτιών των παθογενειών της διεθνούς πολιτικής είναι το αντίστοιχο των διαγνώσεων της ιατρικής. Λάθος διάγνωση οδηγεί σε λάθος θεραπεία και βλάβες ή θάνατο. Εξ ου και προϋπόθεση για την χάραξη μιας αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής απαιτείται να υπερισχύσουν συντριπτικά θέσεις όπως, μεταξύ άλλων,
«ποτέ ξανά χουντικές και φασιστικές νοοτροπίες» που καμιά σχέση δεν έχουν με τον Ελληνικό πολιτισμό και που καθιστούν το Ελληνικό κράτος έξωθεν εξαρτημένο,
«ποτέ ξανά εμφύλιες διαιρέσεις στην βάση ανυπόστατων εσχατολογικών δογμάτων» που εκπληρώνουν στρατηγικούς σκοπούς στο πλαίσιο προσεγγίσεων διαίρει και βασίλευε ξένων δυνάμεων,
Advertisement«ποτέ μεταμφιεσμένες χουντικές νοοτροπίες οποιουδήποτε είδους ή απόχρωσης» που καταστέλλουν τον ρόλο των πολιτών ως εντολείς της πολιτικής εξουσίας,
«ποτέ ξανά υποχείρια άλλων κρατών»,
«πάντα εθνικές στρατηγικές με μοναδικό κριτήριο την εκπλήρωση των θεμιτών και νόμιμων εθνικών συμφερόντων»
Advertisementσυμμετέχοντας σε διεθνείς θεσμούς και σε συμμαχίες άξονας των σχέσεων είναι το εθνικό συμφέρον στην βάση των οποίων γίνονται συναλλαγές για ισόρροπες και συμμετρικές σχέσεις και
Advertisementόταν υπάρχει εξωτερική αναθεωρητική απειλή κατά της Επικράτειας αναπτύσσεται αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική.
Εξ αντικειμένου, η Ελληνική εθνική στρατηγική για να καταστεί εφικτή και για να είναι αξιόπιστη απαιτεί ισχυρό κράτος με σμιλευμένη κοινωνική συνοχή προικισμένη με κοσμοθεωρητικές παραδοχές των πάμπλουτων διαχρονικών Ελληνικών εθνικών παραδόσεων της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Παραδόσεις που βρίσκονται στον αντίποδα της χούντας του 1967 και κάθε δεσποτικής ή «κομματικής» ολιγαρχικής αντίληψης.
Για να μην ανατρέξουμε στην κλασική εποχή ή στις Πόλεις του Βυζαντίου, κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει τον Ρήγα Βελεστινλή και τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων της Εθνεγερσίας για να αντιληφθεί ότι η δημοκρατία και ελευθερία διαχρονικά νοούμενη σημαίνουν ενεργή συμμετοχή των μελών της κοινωνίας στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό εντός του οποίου οι πολίτες θα καθίστανται ολοένα και περισσότερο εντολείς της εκάστοτε εντολοδόχου και ανακλητής εξουσίας. Εάν έτσι ήμασταν προσανατολισμένοι τους δύο τελευταίους αιώνες –και τονίζεται ότι οι συντελεστές της Εθνεγερσίας αυτό αξίωσαν–, θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να υπάρξουν πραξικοπήματα, αρπαγή της εξουσίας από δικτάτορες, μεταμφίεση ολιγαρχικών νοοτροπιών με δημοκρατικούς μανδύες και αυτοκτονικές αποφάσεις που πλήττουν εκατομμύρια ομοεθνών εκτός συνόρων ή κατευναστικές αντιλήψεις και που αναιρούν την εκπλήρωση των προνοιών των διεθνών Συμβάσεων και του διεθνούς δικαίου όσον αφορά την οριοθέτηση της κρατικής κυριαρχίας.
Σε παρόντα χρόνο, πάντως, κρίνεται η ακεραιότητα της εθνικής Επικράτειας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και η ασφάλεια εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Κύπρου. Τα αποτελέσματα εξαρτώνται από την ύπαρξη αξιόπιστης και αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής και όπως πάντα ισχύει το δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία. Μπορούμε για παράδειγμα να συζητούμε όσο θέλουμε για το τι έγινε το 1922 αλλά τα αποτελέσματα των λαθών μας είναι ανεπίστροφα καθότι τα σύνορα ορίστηκαν με νέες Συνθήκες.
Σε παρόντα χρόνο κινδυνεύουμε να έχουμε το ίδιο καταστροφικό ιστορικό αποτέλεσμα όσον αφορά την έκταση της Επικράτειας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο για την κυριαρχία της Ελλάδας στην θάλασσα και για τα παράνομα τετελεσμένα στην Κύπρο.
Εθνική στρατηγική και ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα
Η χάραξη και εκπλήρωση της εθνικής στρατηγικής σημαίνει κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα και ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα συμπεριλαμβανομένων απαραβίαστων κόκκινων γραμμών που εκπληρώνουν την εφαρμογή των προνοιών των Συμβάσεων και του διεθνούς δικαίου για την εθνική Επικράτεια (για την τυπολογία και ιεραρχία των εθνικών συμφερόντων κάθε κράτους βλ. παρεμβαλόμενο πίνακα). Εν τέλει, για όλα τα βιώσιμα κράτη η εθνική ασφάλεια που αφορά την Επικράτειά τους όπως ορίζεται από τις Συνθήκες και η εν γένει εθνική ασφάλεια απαιτεί κόκκινες και απαραβίαστες γραμμές. Τι ισχύει για παράδειγμα προσάρτηση των κατεχομένων στην Κύπρο και τι ισχύει για το απόλυτο μονομερές δικαίωμα για Αιγιαλίτιδα ζώνη 12 μιλίων!
Μια εθνική στρατηγική απαιτεί, επίσης, συμμετοχές σε διεθνείς θεσμούς που δεν εντάσσονται στην λογική του «ανήκουμε» αλλά στην λογική συναλλαγών μεταξύ κυρίαρχων και ισότιμων κρατών που εκπληρώνουν τα εθνικά συμφέροντα όπως ορίζονται κοινωνικοπολιτικά από τα ίδια τα μέλη της κοινωνίας.
Ο διαχρονικός Ελληνικός πολιτισμός, υπογραμμίζεται, ενώ είναι αντίθετος με κάθε φασιστική και δεσποτική παραδοχή, σημαίνει δημοκρατία, πολιτική ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία και πολίτες που με ουσιαστικό και απτό τρόπο είναι οι πολιτικοί εντολείς της εντολοδόχου εξουσίας. Προστίθεται εμφαντικά ότι κάθε εμφύλια διαίρεση ή διένεξη είναι θανατηφόρων προεκτάσεων και συνήθως υποκινείται από ξένα συμφέροντα. Απαιτείται να ισχύει το δόγμα: Ποτέ ξανά εμφύλιος!
Συμπερασματικά, υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η χούντα του 1967 –που δεν εξέφραζε τις ένδοξες Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις των οποίων η συντριπτική πλειονότητα των αξιωματικών εμφορούνται από δημοκρατικές πεποιθήσεις, εξ ου και χιλιάδες φυλακίστηκαν– και το πραξικόπημα του 1974, ήταν παθογένειες της μεταπολεμικής / μετα-εμφυλιακής ιστορικής φάσης που απαιτείται να απαντηθεί εάν θεραπεύτηκαν. Εάν η απάντηση είναι ότι καταμαρτυρούμενα εν πολλοίς δεν θεραπεύτηκαν, απαιτείται προβληματισμός για το δέον γενέσθαι με τρόπο που δεν διαιρεί την κοινωνία και το κράτος. Ερωτάται, για παράδειγμα:
Πρώτον, πόσο έχουμε απομακρυνθεί από ανυπόστατα και σε κάθε περίπτωση παρωχημένα εμφυλιακά ιδεολογικά δόγματα που μειώνουν την σημασία του κράτους και της εθνικής ανεξαρτησίας, που διαιρούν την κοινωνία και που προσφέρουν ευκαιρίες σε άλλα κράτη να βλάψουν το Ελληνικό κράτος και τα συμφέροντά του.
Δεύτερον, πόσο αντλήσαμε από την κλασική και Βυζαντινή δημοκρατική παράδοση που αναβίωσε με την Εθνεγερσία, τον Ρήγα και τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων της Εθνεγερσίας τα οποία ιεραρχούσαν στην υψηλότερη δυνατή βαθμίδα το έθνος, την δημοκρατία, την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία; Πόσο και πόσοι έχουν γνώση και επίγνωση ότι επί χιλιετίες εντός των πόλεων –ακόμη και εντός των κοινών επί τουρκοκρατίας–, αποτελούσε θέσφατο ότι οι πολίτες απαιτείται να είναι εντολείς και η εξουσία εντολοδόχος και ανακλητή;
Τρίτον, πόσο κατανοήσαμε και πως ερμηνεύσαμε τις παθογένειες που οδήγησαν στις διαιρέσεις της περιόδου 1945-1967 και ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1960 με αποτέλεσμα την κατάληψη της εξουσίας από φασιστικής νοοτροπίας σπιθαμιαίους δικτατορίσκους καταμαρτυρούμενα πράκτορες ξένων που σκέφτονταν, μιλούσαν και ενεργούσαν κατά των εθνικών συμφερόντων; Την ίδια στιγμή όπως ξέρουμε, με λαθραία εάν όχι και διεστραμμένα συνθήματα, οι δικτάτορες αυτοί καπηλεύονταν τον εθνικό πολιτισμό και την φιλοπατρία.
Τέταρτο, πόσο κατανοήσαμε ότι εν μέσω του αρχικού μεταπολιτευτικού χάους τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 δεν υπήρξε στοιχειώδης έστω αντιμετώπιση της κρίσης από τους διάδοχους κατόχους της κρατικής εξουσίας με αποτέλεσμα έκτοτε και επί μισό αιώνα το ένα δέκατο του Ελληνισμού είναι στρατιωτικά όμηρος της Τουρκίας.

Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά τις συμφορές που υπέστησαν οι νεοέλληνες Μεταπολεμικά και κυρίως τις δεκαετίες του 1960 και 1970, και όπως έχουμε υποστηρίξει εκτενέστερα σε πολλές παρεμβάσεις (βλ εδώ), εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων είναι αναγκαίο να υπάρξει ριζική αναθεώρηση των εθνικών προσανατολισμών. Κυρίως όσον αφορά την «απέραντη τουρκική απειλή» και τις προσεγγίσεις συμμετοχής στους διεθνείς θεσμούς και στις συμμαχίες στους οποίους η Ελλάδα είναι ενταγμένη ως ισότιμο και κυρίαρχο κράτος. Αυτό το γεγονός προσφέρει την δυνατότητα όπως και σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη να διεξάγουν συναλλαγές με όρους εθνικών συμφερόντων και να επιδιώκουν ισόρροπες, συμμετρικές και ευνοϊκές για αυτά σχέσεις. Κάτι τέτοιο απαιτεί να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε, επαναλαμβάνεται και τονίζεται, για τα λάθη και τα ελλείμματα της μεταπολεμικής περιόδου των οποίων η χούντα και το πραξικόπημα στην Κύπρο ήταν μοιραία συνέπεια.
Συνοψίζουμε:
Πρώτον, επειδή στρατηγική είναι βασικά η χρήση των μέσων για την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων, απαιτούνται ρητές και σαφείς θέσεις για τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα που σε κάθε περίπτωση για την Ελλάδα είναι συμβατά με τις πρόνοιες των Συνθηκών και του διεθνούς δικαίου κάτι που νομιμοποιεί στρατηγικές προσεγγίσεις αδιαπραγμάτευτης εκπλήρωσής τους.
Δεύτερον, απαιτούνται άρτια κρατικά επιτελεία κρατικών λειτουργών απαλλαγμένων κομματικών στελεχών ή περιφερόμενων ιδιωτών ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο σχεδιασμός και η χάραξη εναλλακτικών στρατηγικών σχεδίων και εναλλακτικών αποφάσεων από τις οποίες η εκάστοτε πολιτική ηγεσία μπορεί να επιλέγει την βέλτιστη ανάλογα και αντίστοιχα με τα δεδομένα κάθε στιγμής και κάθε συγκυρίας.
Τρίτον, απαιτείται στρατηγική κουλτούρα. Μεταξύ άλλων, κυριαρχία σοβαρών αναλύσεων και εκτιμήσεων για τον πραγματικό χαρακτήρα, την φυσιογνωμία και την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος. Για τα αίτια πολέμου, επίσης, που κείνται μεταξύ του διεθνούς δικαίου και της σταθερότητας.
Τέταρτον, απαιτείται γνώση της διπλωματίας και της στρατηγικής των ηγεμονικών δυνάμεων και το πώς εξελίσσεται η ηγεμονική διαπάλη μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας. Αυτό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα και η σωστή γνώση αναγκαία προϋπόθεση ύπαρξης εθνικής στρατηγικής. Πρωτίστως το γεγονός ότι τα ηγεμονικά κράτη δεν έχουν φίλους και εχθρούς και ότι οι αποφάσεις αφορούν:
1) την ικανότητα των περιφερειακών κρατών να αποτρέπουν τις εναντίον τους απειλές
2) την ικανότητά τους να έχουν αυτοδύναμη στρατηγική παρουσία και εποπτεία στην περιφέρεια που ανήκουν και
3) την ικανότητά τους να κάνουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, συναλλαγές με σκοπό ισόρροπες και συμμετρικές σχέσεις. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως εάν αυτά δεν ισχύουν τα κράτη θεωρούνται αναλώσιμα και οδηγούνται στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.