Και το τεράστιο πρόβλημα με το νέο διάδρομο από τη Λιβύη.
Η παράνομη είσοδος μεταναστών στη χώρα μας, με θαλάσσιες διαδρομές από τη Λιβύη προς την Κρήτη και κυρίως προς τη νήσο Γαύδο, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, με αποτέλεσμα οι επιχώριες αρχές να αδυνατούν να διαχειριστούν τόσο το πρόβλημα της διαμονής και της διατροφής τους, όσο και τα αιτήματά τους για την παροχή ασύλου ως πρόσφυγες. Δεν υπάρχουν, δε, στην περιοχή αρκετά κέντρα διαμονής και ταυτοποίησης (hotspot) προσφύγων, και ως εκ τούτου οι Αρχές θα αναγκαστούν να τους διασπείρουν σε πλησιέστερους οικισμούς· προοπτική που έχει προκαλέσει ανησυχίες στους εντοπίους κατοίκους, διότι ενέχει διαφόρους κινδύνους.
Φυσικά, η πιο αποτελεσματική αποτροπή του μεταναστευτικού προβλήματος είναι η παρεμπόδιση των μεταναστών στον τόπο εξόδου, αλλά αυτό απαιτεί τη συνεργασία των τοπικών κυβερνήσεων της Λιβύης, πίσω από τις οποίες υποκρύπτεται η Τουρκία, με τη χώρα μας και την Ε.Ε. Λύση που, υπό τις παρούσες συνθήκες, εμφανίζεται ανέφικτη. Ο Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, με δηλώσεις του πριν την είσοδό του στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συνεδρίου στις Βρυξέλλες, έκανε ειδική αναφορά στη Λιβύη, τόσο για το μεταναστευτικό όσο και για το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Είπε ότι η χώρα μας θα στείλει πολεμικά πλοία έξω από τα χωρικά ύδατα της Λιβύης, ώστε οι βάρκες των διακινητών να επιστρέφουν πίσω στη Λιβύη.
Η παραπάνω δήλωση του κ. Πρωθυπουργού συνιστά μια θετική κίνηση, γιατί έτσι δηλώνουμε την παρουσία μας στην περιοχή που διαφιλονικείται από το τουρκολιβυκό μνημόνιο, κατά του οποίου γίνεται αναφορά στο προσχέδιο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ότι παραβιάζει δικαιώματα τρίτων χωρών, δηλαδή της χώρας μας. Η αναφορά αυτή μπορεί να μην ακυρώνει το μνημόνιο, αλλά ενισχύει τη θέση μας ότι το μνημόνιο είναι μη νόμιμο και μπορεί να αποτελέσει και βάση κυρώσεων για τις χώρες που το υπέγραψαν.
Αμφιβάλλω, όμως, αν η αποστολή πολεμικών πλοίων έξω από τα χωρικά ύδατα της Λιβύης αποτελεί επαρκές αποτρεπτικό μέσο για τη διακίνηση των μεταναστών. Τα χωρικά ύδατα της Λιβύης προσδιορίστηκαν με το τουρκολιβυκό μνημόνιο και καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της Μεσογείου, γιατί υπολογίστηκαν με βάση ότι ο Κόλπος της Σύρτης αποτελεί κλειστό κόλπο, ενώ, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), δεν αποτελεί. Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε ως χωρικά ύδατα αυτά που προσδιορίστηκαν από το τουρκολιβυκό μνημόνιο, τότε το αναγνωρίζουμε στην πράξη· αν το αγνοήσουμε, προκύπτει διεθνής διαφορά.
Τα πολεμικά πλοία, χωρίς τη χρήση βίας, δεν μπορούν να αναχαιτίσουν τα πλοία των διακινητών μόνο με τη ντουντούκα «γυρίστε πίσω». Αν όμως τα βυθίσουν ενώ πλέουν σε διεθνή ύδατα και προκύψουν νεκροί, η χώρα μας θα υποστεί σοβαρές συνέπειες. Υπάρχει και η περίπτωση οι ίδιοι οι διακινητές να βυθίσουν το πλοίο, οπότε οι επιβαίνοντες καθίστανται ναυαγοί και τα πλοία μας πρέπει να τους διασώσουν, όπως υποχρεούνται από την UNCLOS, αλλιώς η χώρα μας θα υποστεί κυρώσεις, όπως συνέβη με το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου.
Ναυαγός είναι αυτός του οποίου το πλοίο έχει ναυαγήσει, δηλαδή έχει υποστεί καταστροφή και δεν μπορεί να συνεχίσει τον πλου. Τα δικαιώματα των ναυαγών ρυθμίζονται από την UNCLOS, η οποία ορίζει ότι τα παράκτια κράτη έχουν την υποχρέωση να παρέχουν βοήθεια στους ναυαγούς και να συνεργάζονται στη διάσωσή τους. Επιπλέον, τα παράκτια κράτη οφείλουν να ερευνούν και να διασώζουν τα ναυάγια που βρίσκονται στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους. Οι ναυαγοί έχουν το δικαίωμα να λάβουν βοήθεια και διάσωση από τα παράκτια κράτη και από τα πλοία που βρίσκονται στην περιοχή. Έχουν επίσης δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους ή στον τόπο προορισμού τους, με έξοδα του κράτους ή άλλων φορέων, καθώς και να λάβουν αποζημίωση σε περίπτωση ατυχήματος ή ζημίας που προκλήθηκε από το ναυάγιο. Ενδεχομένως, μάλιστα, να ισχυριστούν ότι το ναυάγιο προκλήθηκε από τα πολεμικά μας πλοία. Συνεπώς, πρέπει να αποφύγουμε να παίξουμε το παιχνίδι των διακινητών και αυτών που κρύβονται πίσω τους, με την πρόκληση ναυαγίων.
Το μεταναστευτικό πρόβλημα αποτελεί μια σύνθετη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με σεβασμό στο κράτος δικαίου, αλλά και με αποτελεσματικούς μηχανισμούς επιστροφής, όταν οι αιτήσεις ασύλου απορρίπτονται. Στην πράξη, ωστόσο, υπάρχουν δυσκολίες, ιδίως όταν οι χώρες εξόδου δεν δέχονται την επιστροφή των μεταναστών. Οι περισσότεροι που εισέρχονται παράνομα ζητούν πολιτικό άσυλο, και η χώρα μας υποχρεούται, σύμφωνα με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, να εξετάζει τα αιτήματά τους. Η διαδικασία αυτή είναι συχνά χρονοβόρα και, εν τω μεταξύ, οι αιτούντες διαμένουν προσωρινά σε hotspot ή σε δομές εντός οικισμών, γεγονός που μπορεί να προκαλεί εντάσεις με τις τοπικές κοινωνίες. Ίσως, λοιπόν, θα μπορούσε να εξεταστεί – πάντα με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας – η δημιουργία ειδικών δομών πρώτης υποδοχής σε απομονωμένες περιοχές, με πλήρη κάλυψη των βασικών αναγκών, έως ότου ολοκληρωθεί η εξέταση των αιτήσεών τους.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.