Η ακύρωση της προγραμματισμένης επίσκεψης των υπουργών της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Μάλτας και του επιτρόπου μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Χαλίφα Χαφτάρ, κηρύσσοντας τους μάλιστα ως ανεπιθύμητα πρόσωπα στη Λιβύη, επιβεβαιώνει την παταγώδη αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και συνάμα αποτελεί σοβαρό πλήγμα για το γόητρο και το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το γεγονός μάλιστα ότι η ένταση των μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη συμπίπτει με την επίσκεψη του Έλληνα υπουργού εξωτερικών στην Λιβύη, αποτελεί επιπροσθέτως ένα ιδιαιτέρως επιβαρυντικό στοιχείο που μεγεθύνει ακόμη περισσότερο την αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και μάλιστα από μία κατακερματισμένη χώρα λόγω του εμφυλίου πολέμου.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι πρόκειται για λανθασμένους χειρισμούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν μετά από μία επίσης λανθασμένη εκτίμηση των εξελίξεων στην Λιβύη, αναφορικά με το φλέγον θέμα της επικύρωσης του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου από τον Χαλίφα Χάφταρ.
Έτσι, η θέση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τις πρόσφατες εξελίξεις, με δεδομένο ότι η Τουρκία ακολουθώντας μία συνεπή και στοχευμένη στρατηγική κατάφερε να εδραιώσει την οικονομική και διπλωματική της παρουσία στην ανατολική Λιβύη, ανοίγοντας μάλιστα προξενείο στη Βεγγάζη, συνάπτοντας εμπορικές συμφωνίες και προωθώντας ακόμη και τις προσωπικές σχέσεις Ερντογάν και του γιου του Χαφτάρ.
Αντίθετα με την Τουρκία, η Ελλάδα έλαμψε διά της απουσίας της από την ανατολική Λιβύη – και τούτο αποδεικνύεται από την υποτυπώδη λειτουργία του ελληνικού προξενείου στην Βεγγάζη – πολύ δε περισσότερο από την επιδείνωση των σχέσεων της με την κυβέρνηση του Χαφτάρ, με αποτέλεσμα την πρόσφατη επίσκεψη του έλληνα υπουργού εξωτερικών στη Λιβύη κομίζοντας μήνυμα κατά του τουρκολιβυκού μνημονίου, λες και αυτό ήταν άγνωστο στην κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης και στον ίδιο τον Χαφτάρ.
Όπως και στην περίπτωση της Μονής του Σινά στην Αίγυπτο, όπου η ελληνική εξωτερική πολιτική κατελήφθη εξαπίνης από την απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής, έτσι κι αυτή τη φορά στην περίπτωση της Λιβύης, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και δεν μπόρεσε να κρατήσει τις ισορροπίες που απαιτούνται μεταξύ της κυβέρνησης της Τρίπολης και της παράλληλης κυβέρνησης του Χαφτάρ, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε ενώπιον μιας δεύτερης επικύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Και ενώ η ελληνική εξωτερική πολιτική επικεντρώθηκε, έστω και την τελευταία στιγμή, να αποτρέψει την επικύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου από τον Χαφτάρ, γινόμαστε μάρτυρες μιας άνευ προηγουμένου μεταναστευτικής κρίσης, της οποίας οι μεταναστευτικές ροές από τη Λιβύη αποτελούνται από ενήλικους νέους άνδρες, χωρίς να περιλαμβάνονται γυναικόπαιδα, και όλοι προερχόμενοι από αφρικανικές χώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από τέτοιες παράνομες μεταναστευτικές ροές.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, η ελληνική εξωτερική πολιτική διέρχεται μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο αμφισβήτησης της ικανότητας της να διαχειρίζεται αποτελεσματικά καταστάσεις υψίστης γεωπολιτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα.
Τέλος, η προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση προς υποστήριξη είναι μία συνήθης τακτική, ωστόσο τα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών δεν προστατεύονται από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά από τους θεσμούς των ίδιων των κρατών μελών και τις εθνικές στρατηγικές τους, γεγονός που για μια ακόμη φορά οι παρούσες εξελίξεις μας οδηγούν στο ερώτημα εάν η Ελλάδα έχει μία τέτοια εθνική στρατηγική;
*
Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.
https://m.facebook.com/evangelos.stergioulis