Αντιμέτωποι με το πραγματικό.
Η είδηση της κατάρτισης Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) από την Ελλάδα έγινε δεκτή στον δημόσιο λόγο με εμφανή ενθουσιασμό, ενίοτε και με πανηγυρική διάθεση. Ο λόγος αυτός κυριαρχήθηκε από αναγνώσεις που εξέλαβαν την πρωτοβουλία αυτή όχι απλώς ως τεχνικό ή θεσμικό βήμα, αλλά ως πράξη επιβεβαίωσης και επιβολής κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μήπως, ωστόσο, πρόκειται λιγότερο για μια στρατηγική επιλογή και περισσότερο για μια επιτελεστική αναπαράσταση ισχύος — μια πολιτική συμβολισμών που αντανακλά τη διαχρονική δυσκολία διαμόρφωσης συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής στο σύνθετο περιβάλλον του Αιγαίου;
Η συγκυρία της ανακοίνωσης του ΘΧΣ, λίγες μόλις ημέρες μετά την παραπομπή στις καλένδες της έκδοσης NAVTEX για την πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, αλλά και λίγες ημέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας της 27ης Απριλίου, την οποία έθεσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), για τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις ενωσιακές της υποχρεώσεις — δηλαδή την κατάρτιση και θεσμοθέτηση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για τον Θαλάσσιο Χώρο (ΕΧΣΘΧ), σύμφωνα με την Οδηγία 2014/89/ΕΕ — αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η συμμόρφωση αυτή καθυστέρησε περισσότερο από τέσσερα έτη, με αποτέλεσμα την έκδοση καταδικαστικής απόφασης από το ΔΕΕ, τον Μάρτιο του 2025, η οποία υποχρέωσε τη χώρα να προβεί άμεσα στις απαιτούμενες ενέργειες. Το γεγονός αυτό ενισχύει την εντύπωση ότι η ανακοίνωση του ΘΧΣ λειτουργεί περισσότερο ως πολιτική αντιστάθμισης παρά ως έκφραση μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός αποτελεί, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ένα εργαλείο διακυβέρνησης του θαλάσσιου χώρου. Η Οδηγία 2014/89/ΕΕ της ΕΕ, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, αποσκοπεί στη βιώσιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων περιοχών, την αποφυγή συγκρούσεων χρήσεων, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και την προώθηση του συντονισμού μεταξύ δημόσιων φορέων. Πρόκειται για μια κατεξοχήν εσωτερική, τεχνική διαδικασία σχεδιασμού με βάση επιστημονικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για εργαλείο «κατοχύρωσης κυριαρχίας», αλλά για μέσο διαχείρισης ενός ήδη αναγνωρισμένου χώρου δικαιοδοσίας.
Το πρόβλημα ανακύπτει όταν αυτό το θεσμικό εργαλείο μετατρέπεται σε σύμβολο εθνικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως των προϋποθέσεων που το καθιστούν νομικά έγκυρο και πολιτικά εφαρμόσιμο. Στην περίπτωση του Αιγαίου, μεγάλο μέρος των θαλάσσιων ζωνών – και ιδίως η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) – παραμένει μη οριοθετημένο. Η απουσία διμερούς συμφωνίας με την Τουρκία, σε συνδυασμό με τη δογματική και εφαρμοστική ρευστότητα του Δικαίου της Θάλασσας, ιδίως όπως αυτή αναδεικνύεται από την ασάφεια στην ερμηνεία και πραγμάτωση κρίσιμων διατάξεων – όπως τα άρθρα 74, 83 και 121 της Σύμβασης του Montego Bay – σε περιπτώσεις ημίκλειστων θαλασσών και αντικρουόμενων διεκδικήσεων, δημιουργεί ένα ρευστό νομικό και γεωπολιτικό τοπίο.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός εφαρμόζεται νομικά μόνο σε θαλάσσιες ζώνες επί των οποίων το κράτος ασκεί δικαιοδοσία ή κυριαρχικά δικαιώματα — όπως τα χωρικά ύδατα, η ΑΟΖ (εφόσον έχει ανακηρυχθεί και οριοθετηθεί), και, σε περιορισμένο βαθμό, η υφαλοκρηπίδα (μόνο για υπεδάφια εκμετάλλευση). Συνεπώς, σε περιοχές όπου δεν έχει υπάρξει οριοθέτηση ή όπου υπάρχουν εκατέρωθεν διεκδικήσεις, η νομική βάση για εφαρμογή του ΘΧΣ παραμένει επισφαλής.
Στην καρδιά αυτής της πραγματικότητας βρίσκεται μια αναπόδραστη αλήθεια: οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας καθορίζονται από την ύπαρξη επικαλυπτόμενων αξιώσεων στο Αιγαίο, αξιώσεων που επιβάλλουν την αναγνώριση της διάκρισης μεταξύ πραγματικών και δυνητικών ορίων. Η διαπραγμάτευση ή η προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα. Πράγματι, παρότι σύμφωνα με το άρθρο 77 της UNCLOS τα δικαιώματα ενός παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν ipso facto και ab initio – δηλαδή αυτοδικαίως και εξ αρχής, χωρίς να απαιτείται διακήρυξη ή πράξη κατοχής – η άσκησή τους σε περιοχές επικαλυπτόμενων διεκδικήσεων παραμένει νομικά και πρακτικά ανεφάρμοστη χωρίς συμφωνία, οριοθέτηση ή διεθνή κρίση.
Σε αντίθεση με την ΑΟΖ, η οποία αποκτά νομική υπόσταση μόνο μετά από ρητή ανακήρυξη και κοινοποίηση, η υφαλοκρηπίδα υφίσταται αυτομάτως σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί αυτής θεμελιώνονται αυτοδικαίως στο διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων σε περιοχές με αντικρουόμενες διεκδικήσεις απαιτεί προηγούμενη οριοθέτηση ή διεθνή επίλυση, προκειμένου τα δικαιώματα αυτά να καταστούν πρακτικά εφαρμόσιμα και νομικά ασφαλή έναντι τρίτων κρατών.
Επομένως, η ύπαρξη του δικαιώματος δεν συνεπάγεται την απρόσκοπτη άσκησή του, ιδίως όταν απουσιάζει η συναίνεση ή η δικαστική επικύρωση. Το κατά πόσο ο ΘΧΣ μπορεί να αποτελέσει ρεαλιστική βάση αυτής της διαδικασίας, παραμένει προς αξιολόγηση.
Το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του δημόσιου σχολιασμού υποδέχθηκε την πρωτοβουλία αυτή με πανηγυρικούς όρους – ως ένα είδος τετελεσμένου – αντανακλά μια βαθιά ριζωμένη επιθυμία, ή ακόμη και ανάγκη, για αναπαραγωγή μιας εικόνας αποφασιστικής εξωτερικής πολιτικής. Πρόκειται όμως, κατά μία έννοια, για πολιτική της επίφασης. Δηλαδή για την κατασκευή ενός λόγου που αποσκοπεί περισσότερο σε διαχείριση εσωτερικής κατανάλωσης και επικοινωνίας, παρά σε μια στρατηγικά τεκμηριωμένη και θεσμικά ισχυρή εξωτερική πολιτική. Ο τεχνοκρατικός μανδύας του ΘΧΣ χρησιμοποιείται για να επενδυθεί η πολιτική βούληση με θεσμικό κύρος, συγκαλύπτοντας όμως το γεγονός ότι, χωρίς νομικά θεμελιωμένη και διεθνώς αναγνωρισμένη δικαιοδοσία επί των συγκεκριμένων περιοχών – είτε μέσω συμφωνίας, είτε μέσω διεθνούς κρίσης – τέτοια εργαλεία παραμένουν σε καθεστώς νομικής επισφάλειας και πολιτικής αβεβαιότητας.
Η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα – και καθήκον – να σχεδιάζει τη θαλάσσια πολιτική της με βάση τη νομιμότητα, την αειφορία και τα στρατηγικά της συμφέροντα. Ωστόσο, η εφαρμογή εργαλείων όπως ο ΘΧΣ, σε περιοχές που βρίσκονται εντός διακρατικής αμφισβήτησης, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για μια συνολική στρατηγική εξωτερικής πολιτικής που θα εντάσσει τέτοια εργαλεία στο πλαίσιο μιας τεκμηριωμένης, μακροπρόθεσμης και θεσμικά ισχυρής διεθνούς παρουσίας. Η επιδίωξη σταθερότητας και δικαιοκρατικής τάξης στην περιοχή προϋποθέτει όχι υποχωρήσεις επί των αρχών και της κυριαρχίας, αλλά ρεαλισμό, στρατηγικό βάθος και ετοιμότητα για διαπραγμάτευση στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Αντί, λοιπόν, να επενδύουμε στον θαλάσσιο σχεδιασμό ως υποκατάστατο της εξωτερικής πολιτικής, ας τον αντιμετωπίσουμε ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα πολύτιμο εργαλείο διοίκησης και βιώσιμης ανάπτυξης, που προϋποθέτει σαφή νομική βάση και θεσμική νομιμοποίηση. Η εξωτερική πολιτική απαιτεί ψυχραιμία, επίγνωση των περιορισμών, στρατηγική βάθους και προετοιμασία για ουσιαστικό διάλογο. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάψουμε να επενδύουμε στη ρητορική των τετελεσμένων και να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε το πραγματικό.
Μια τέτοια προσέγγιση δεν προϋποθέτει παραίτηση από θέσεις αρχής· αντίθετα, προϋποθέτει τη μετουσίωση των εθνικών συμφερόντων σε θεσμικά τεκμηριωμένες αξιώσεις. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επιδιώκει τη θωράκιση των δικαιωμάτων της όχι μόνο μέσω της διοικητικής οργάνωσης, αλλά και μέσω της στρατηγικής αξιοποίησης του διεθνούς δικαίου και της διπλωματίας. Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά σε αυτό, εφόσον ενταχθεί σε ένα συνεκτικό και μακρόπνοο πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής που στοχεύει όχι απλώς στη διαχείριση της κρίσης, αλλά στη διαμόρφωση όρων σταθερότητας και ειρήνης.